Η αναγκαιότητα του συντονισμού και της κοινής δράσης


    Είναι γνωστό ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια η παρουσία και η δραστηριοποίηση των ελευθεριακών, αναρχικών και αυτόνομων ομάδων, αν και υπαρκτή, είναι αρκετά προβληματική. Παραδοσιακά ταμπού και προκαταλήψεις σχετικά με ένα σωρό ζητήματα -με βασικότερο των οποίων αυτό της συμμετοχής στις Γενικές Συνελεύσεις- δεν έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής παρέμβασης με κάποιες στοιχειώδεις αξιώσεις. Ωστόσο, τον περασμένο χρόνο, στα πλαίσια των φοιτητικών κινητοποιήσεων ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, παρατηρήθηκε η δημιουργία μερικών καινούργιων ομάδων, μία εκ των οποίων είμαστε κι εμείς.

     Ταυτόχρονα, εξέλιξη ιδιαίτερα ελπιδοφόρα, πάρθηκαν μερικές πρωτοβουλίες με σκοπό τον συντονισμό και την κοινή οργάνωση όσων ομάδων του ευρύτερου ελευθεριακού (αναρχικού, αντιεξουσιαστικού, αυτόνομου κ.λπ.) χώρου συμμετείχαν στους αγώνες ενάντια στις επίμαχες μεταρρυθμίσεις. Εμείς θεωρούμε ότι, ακόμη κι αν αυτές οι πρωτοβουλίες δεν οδήγησαν τελικά σε κάποιο απτό αποτέλεσμα (βλ. αμέσως παρακάτω), η αναγκαιότητα του συντονισμού και της κοινής δράσης δεν έχουν πάψει να υφίστανται. Μπορεί το φοιτητικό κίνημα να κατέρρευσε και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση τελικά να πέρασε. Εντούτοις, εμείς πιστεύουμε ότι ο συντονισμός των πρωτοβουλιών κι η ανάπτυξη κοινής δράσης στα πλαίσια μιας ελευθεριακής πολιτικής είναι κάτι που θα πρέπει να επιδιωχθεί ούτως ή άλλως, ασχέτως, δηλαδή, του αν βρισκόμαστε σε περίοδο σύγκρουσης ή όχι. Αν θέλουμε μάλιστα να είμαστε σαφείς, θα πρέπει να πούμε ότι η σημασία της κοινής δράσης θα φανεί ακριβώς στα πλαίσια της καθημερινής παρέμβασης των ενδιαφερόμενων ομάδων μέσα στις σχολές. Η συνήθεια να μαζευόμαστε, όταν υπάρχει κάποιο έκτακτο ζήτημα και να διαλυόμαστε στη συνέχεια, όταν ο επαναστατικός πυρετός έχει πέσει, δεν είναι παρά ένα από τα στοιχεία που έχουν εμποδίσει, μέχρι σήμερα, την ανάπτυξη ενός συνεκτικού και δημιουργικού ελευθεριακού κινήματος μέσα στο πανεπιστήμιο.

Γιατί ένα καινούργιο κάλεσμα


Δεδομένου ότι οι πρωτοβουλίες που πάρθηκαν τον περασμένο χρόνο, από διάφορες ομάδες και κινήσεις, με σκοπό την οργάνωση και τον ευρύτερο συντονισμό των ελευθεριακών/αυτόνομων συνιστωσών του φοιτητικού κινήματος, δεν απέδωσαν τελικά τους καρπούς που οι περισσότεροι από εμάς θα επιθυμούσαμε, προβαίνουμε, ως Ελευθεριακη Παρέμβαση Φιλοσοφικής, σε ένα καινούργιο κάλεσμα προς όλους τους ενδιαφερόμενους.

Πιστεύουμε ότι η αποτυχία της απόπειρας του περασμένου χρόνου οφείλεται, κατά μέγα μέρος, στον ελλιπή καθορισμό αυτού που οι διάφορες συλλογικότητες είχαμε κατά νου. Η έλλειψη σαφήνειας των προτάσεων και η γενικολογία που χαρακτήρισε τις τοποθετήσεις των διάφορων ομάδων δεν προέβαλε τα σημεία που θα όφειλαν να αποτελέσουν τη βάση του επιδιωκόμενου συντονισμού. Όσοι παρέστησαν στις συναντήσεις που έλαβαν χώρα στο Πολυτεχνείο, έγιναν μάρτυρες της σχετικώς χαοτικής κατάστασης που επικράτησε. Αιτία αυτής της εξέλιξης αποτέλεσε το γεγονός πως δεν είχαμε, όλες οι ενδιαφερόμενες ομάδες, ξεκαθαρίσει πάνω σε ποια ακριβώς βάση σχεδιάζαμε να συντονιστούμε. Έτσι, οι γενικολογίες περί «εναντίωσης στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση» και «άμεσης δημοκρατίας» -καθόλα σωστές αυτές καθαυτές- προσέλκυσαν αρκετούς ανθρώπους με τους οποίους, στην πραγματικότητα, το όλο σχέδιο δεν είχε την παραμικρή σχέση, καθώς ενδιαφέρονταν κυρίως για τον ακτιβισμό και την εφήμερη δράση.

Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε ότι το καινούργιο κάλεσμα που απευθύνουμε αυτή τη φορά, οφείλει να είναι περισσότερο συγκεκριμένο. Πρέπει να δίνει σαφή ιδέα για τις αρχές και τις ιδέες βάσει των οποίων καταθέτουμε την πρόταση μας για την κοινή δράση και τον συντονισμό των ομάδων. Στόχος μας είναι να προκύψει, μέσα από την ανταλλαγή προτάσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων ομάδων, ένα λίγο πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο και θα επιτρέψει μια παραγωγική συνεργασία, αποφεύγοντας τα φαινόμενα που αντιμετωπίσαμε την περασμένη χρονιά. Ακολουθώντας αυτή μας τη βλέψη, καταθέτουμε σε αυτό το κείμενο κάποιες θέσεις σχετικά με ζητήματα που για εμάς, ως ομάδα που δραστηριοποιείται στον χώρο του πανεπιστημίου, έχουν αποφασιστική σημασία. Προβαίνουμε επίσης σε έναν αρκετά   σαφή  προσδιορισμό  αυτού  που   φανταζόμαστε   ότι  θα  -και  θα επιθυμούσαμε να- προκύψει μέσα απ’ τη διαδικασία του συντονισμού.

Δε χρειάζεται να αναφέρουμε ότι όλα όσα θα ακολουθήσουν έχουν τη μορφή πρότασης, με σκοπό το ξεκίνημα της συζήτησης και του διαλόγου. Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει κανείς να νομίσει ότι καταθέτουμε εν προκειμένω ένα συγκεκριμένο και ληγμένο σχέδιο ως βάση της περαιτέρω συζήτησης. Τόσο αυτά που θα πούμε για τη μορφή της συνεργασίας και του συντονισμού, όσο και τα αιτήματα που θα παραθέσουμε στο τελευταίο κομμάτι του κειμένου έχουν καθαρά ενδεικτικό χαρακτήρα και στοχεύουν στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασάφηση των αρχών πάνω στις οποίες βασίζεται το κάλεσμα μας.

Ι. Γενικές αρχές

Πάνω σε ποια βάση αντιστεκόμαστε στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση;

Πρόκειται για ένα βασικό στοιχείο που πρέπει να ξεκαθαριστεί από την αρχή. Αν υπάρχει κάτι που μας διαφοροποιεί από άλλες κινήσεις, όπως για παράδειγμα τα ΕΑΑΚ, τα οποία επίσης αντιτίθενται, από αντικαπιταλιστική σκοπιά, στις προωθούμενες αλλαγές, αυτό είναι η αντίληψη μας για το πανεπιστήμιο, ως θεσμό, και για τις συνέπειες που έχει σ’ αυτόν η προωθούμενη αναδιάρθρωση.

Σύμφωνα με την ανάλυση μας, το πανεπιστήμιο θα πρέπει να γίνει αντιληπτό σαν ένας προνομιακός δημόσιος χώρος. Το καπιταλιστικό καθεστώς των ημερών μας στηρίζεται στη γενική γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας: στην προώθηση, δηλαδή, σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δραστηριότητας της ιεραρχικής σχέσης που διαχωρίζει τα άτομα σε διευθύνοντες και εκτελεστές. Η γραφειοκρατική φύση του καπιταλισμού -που δεν αλλάζει επουδενί με τον λεγόμενο νεοφιλελευθερισμό- έχει επιφέρει μια άνευ προηγουμένου παθητικοποιηση των ανθρώπων. Οι σημερινές κοινωνίες είναι βαθύτατα απαθείς και αποπολιτικοποιημένες, καθώς η γραφειοκρατικοποίηση της ζωής καταστρέφει κάθε πιθανό περιθώριο ανάδυσης της αυτόνομης δραστηριότητας των ατόμων. Ειδικά σε ό,τι   αφορά   στους   φοιτητές,   που   εν   προκειμένω    μας   ενδιαφέρουν περισσότερο, η κυριαρχία της ιδιώτευσης, του καταναλωτισμού και της εργαλειακής αντίληψης της γνώσης (πάμε στο πανεπιστήμιο αποκλειστικά και μόνο για βιοποριστικούς λόγους) είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Ωστόσο, η καπιταλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία που από τη γέννηση της και μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες δεν έπαψε στιγμή να σπαράσσεται από ταξικούς και γενικότερα κοινωνικούς αγώνες. Οι σημερινοί καπιταλιστικοί θεσμοί είναι το προϊόν της αλλοίωσης του καπιταλιστικού στοιχείου από τις κατακτήσεις των επαναστατικών κινημάτων του παρελθόντος. Έτσι, ακόμα κι αν μετά τη δεκαετία του 70 έχουμε εισέλθει σε μια φάση αντεπίθεσης απ’ την πλευρά των κυρίαρχων γραφειοκρατιών, τα σύγχρονα δυτικά καθεστώτα διατηρούν ακόμη αρκετά φιλελεύθερα και μερικές φορές ακόμα και δημοκρατικά στοιχεία: πρόκειται, σε όλες τις περιπτώσεις, για την πτυχή των θεσμών που ο καπιταλισμός δεν έχει καταφέρει ακόμα να ενσωματώσει. Το πανεπιστήμιο εντάσσεται ακριβώς στα πλαίσια αυτού του είδους των θεσμών, πράγμα που μπορεί να εξηγηθεί ιστορικά.

Για εμάς το πανεπιστήμιο διαθέτει τρία στοιχεία: το δημόσιο, το κρατικό και το ιδιωτικό. Το δημόσιο έγκειται στην ύπαρξη δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων, όπως είναι οι Γενικές Συνελεύσεις, όπως επίσης και στη διασφάλιση του ασύλου και της ακαδημαϊκής ελευθερίας, θεσμών οι οποίοι προστατεύουν την ελεύθερη διαβούλευση και την απρόσκοπτη κυκλοφορία των ιδεών. Το κρατικό στοιχείο έγκειται με τη σειρά του στην οργάνωση και τη διαχείριση του πανεπιστημίου από κρατικά διορισμένες γραφειοκρατίες και στη χρηματοδότηση του από το κράτος. Το ιδιωτικό του στοιχείο, τέλος, το οποίο έχει αρχίσει να γιγαντώνεται τα τελευταία χρόνια, ως συνέπεια των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων, έγκειται στην επιχειρηματικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στην είσοδο στο πανεπιστήμιο, υπό διάφορες μορφές, του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Σύμφωνα με την ανάλυση μας, το είδος της συνύπαρξης αυτών των τριών στοιχείων (δημόσιου, κρατικού και ιδιωτικού) καθορίζεται κάθε φορά από τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Σήμερα η αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας -συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των ίδιων των φοιτητών- και η προώθηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων απ’ την πλευρά των κυβερνήσεων οδηγεί στη συρρίκνωση του  δημόσιου  στοιχείου  και στη γιγάντωση των άλλων δύο. Η απόσυρση, με άλλα λόγια, των φοιτητών απ’ τα περιθώρια δημόσιας παρέμβασης και συμμετοχής που παραδοσιακά τους προσέφερε το πανεπιστήμιο το εγκαταλείπει στα χέρια του κράτους και, από εδώ και στο εξής, των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Η αντίσταση, ως εκ τούτου, στη λεγόμενη εκπαιδευτική αναδιάρθρωση έχει για εμάς νόημα μόνο στα πλαίσια της υπεράσπισης του πανεπιστημίου ως προνομιακού χώρου δημόσιας παρέμβασης εντός μιας γραφειοκρατικοποιημένης κοινωνίας. Την ώρα μάλιστα που η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας και η προώθηση βίαιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών απειλεί να καταργήσει κάθε δημόσιο και δημοκρατικό στοιχείο των πανεπιστημιακών θεσμών και να τους υποτάξει πλήρως στην οικονομία.

Οι αρχές που καθορίζουν την καθημερινή μας παρέμβαση μέσα στο πανεπιστήμιο

 

α) οι Γενικές Συνελεύσεις

 

Όπως ήδη το τονίσαμε, για εμάς το πανεπιστήμιο περιλαμβάνει μερικά πολύ σημαντικά, από δημοκρατικής απόψεως, χαρακτηριστικά με πρώτο και κύριο αυτό της Γενικής Συνέλευσης. Οι ΓΣ των πανεπιστημίων είναι ίσως ο μόνος δημοκρατικός θεσμός που επιβιώνει στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Υπό αυτή την έννοια η συμμετοχή μιας ελευθεριακής οργάνωσης σε αυτήν οφείλει να θεωρείται αυτονόητη.

Το σύνηθες επιχείρημα που αντιτάσσεται, πάρα πολύ συχνά, σε αυτή τη θέση είναι το σχετικό με τον εκφυλισμό των ΓΣ. Από περιγραφικής απόψεως το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι σωστό: κανείς δε μπορεί να αρνηθεί ότι οι ΓΣ έχουν μετατραπεί σε μικρογραφίες της Βουλής, εντός των οποίων κάνουν σόου, κάθε φορά, οι φοιτητοπατέρες κι οι γραφειοκράτες των διάφορων παρατάξεων. Είναι προφανές ότι μέσα στη σημερινή ελληνική κοινωνία, όπου κυριαρχεί η απάθεια και η πολιτική χειραγώγηση, οι φοιτητές είναι κι αυτοί αδιάφοροι για την πολιτική, έχοντας αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους διάφορους γραφειοκράτες. Ωστόσο -κι αυτό είναι το σημαντικότερο εν προκειμένω-, γι’ αυτή την κατάσταση είναι συνυπεύθυνες, στο βαθμό που τους αναλογεί, και οι διάφορες ελευθεριακές, αναρχικές, αυτόνομες και αντιεξουσιαστικές ομάδες οι οποίες δεν συμμετέχουν στις ΓΣ. Κανείς δεν αρνείται ότι η γραφειοκρατικοποιησή των ΓΣ εκφράζει τη γενικότερη αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας. Εντούτοις, πιστεύουμε πως η συντονισμένη, διαρκής και σοβαρή παρέμβαση μας στις ΓΣ προσφέρει μεγάλα περιθώρια προώθησης των ριζοσπαστικών ιδεών, μέσα από τον έμπρακτο αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία και την πολιτική χειραγώγηση. Αυτό που, εν ολίγοις οφείλουμε να κάνουμε, είναι να παλέψουμε ενάντια στην απαξίωση των ΓΣ, τονίζοντας τον δημοκρατικό τους χαρακτήρα και το γεγονός ότι η γραφειοκρατικοποιησή τους δεν είναι κάτι εγγενές σ’ αυτές (όπως συμβαίνει π.χ. με τα κοινοβούλια).

β) οι εκλογές, τα ΔΣ κι η συνδιοίκηση


Το γεγονός ωστόσο ότι συμμετέχουμε στη ΓΣ δε σημαίνει ότι συμμετέχουμε και στις φοιτητικές εκλογές. Σε αντίθεση με τη ΓΣ, οι φοιτητικές εκλογές -όπως κι οι εκλογές κάθε είδους- δεν είναι θεσμός δημοκρατικός αλλά ολιγαρχικός και αριστοκρατικός. Κατά συνέπεια, η στάση μας είναι αυστηρά αντιεκλογική. Και εδώ όμως, η δράση μας δεν πρέπει να έχει μόνο αρνητικό χαρακτήρα. Δεν πρέπει, με άλλα λόγια, να εκφυλιστεί στις καρναβαλικού τύπου «δράσεις» ενάντια στη διαδικασία των εκλογών αλλά να προπαγανδίζει την αναγκαιότητα μετασχηματισμού του τρόπου με τον οποίο είναι οργανωμένο και διοικείται το πανεπιστήμιο. Θα πρέπει δηλαδή να υποστηρίζουμε -τόσο μέσα απ’ τις παρεμβάσεις μας στις ΓΣ όσο και μέσα απ’ τη γενικότερη δράση μας- την αναγκαιότητα αντικατάστασης των σημερινών ΔΣ και των συνδιοικήσεων από μια ενιαία, κοινή συνέλευση διδασκόντων-φοιτητών-εργαζομένων, οργανωμένη πάνω στη βάση της (άμεσης) δημοκρατίας1 και της ανακλιτότητας.

γ) οι εξεταστικές

 

Μπορεί ο θεσμός της εξεταστικής να μην είναι ένας θεσμός που έχει να κάνει  με  τη  διοικητική  πλευρά του  πανεπιστημίου -όπως αυτοί  στους οποίους εμμείναμε ως τώρα• ωστόσο είναι ένας από τους βασικούς θεσμούς που διαμορφώνουν το πνεύμα του, τουλάχιστον υπό τη σημερινή του μορφή. Είναι προφανές ότι είμαστε ενάντιοι σε αυτόν το θεσμό. Το θέμα όμως, ξανά, είναι να δούμε για ποιο λόγο.

Για εμάς η εξεταστική είναι ένας θεσμός που ενσαρκώνει με ιδιαίτερα απτό και σαφή τρόπο τις βασικές αρχές του καπιταλιστικού και γραφειοκρατικού τρόπου οργάνωσης. Πρόκειται για ένα θεσμό που, όπως πολύ καθαρά το είχαν δει οι επαναστάτες φοιτητές κατά το Μάη του 68, δεν έχει άλλο σκοπό απ’ το να προωθεί την ιεραρχία. Η εξεταστική δεν έχει άλλο σκοπό απ’ το να αποτελεί ένα σαφές και αντικειμενικό κριτήριο για τον καθορισμό των φοιτητών που έχουν εκπληρώσει ή όχι τα «καθήκοντα» τους. Όσοι το έχουν κάνει, περνάνε, όσοι δεν το έχουν κάνει, κόβονται. Αυτή η λογική όμως, είναι ακριβώς η θεμελιώδης λογική της καπιταλιστικής επιχείρησης, όπου η γραφειοκρατική ιεραρχία και η μετακίνηση στην κλίμακα της καθορίζεται από τέτοιου είδους κριτήρια.

Εκτός όμως από το γεγονός πως η εξεταστική είναι ένας θεσμός που καταξιώνει και προωθεί περαιτέρω τη γραφειοκρατική και ιεραρχική οργάνωση, οφείλουμε να την πολεμήσουμε και για έναν ακόμα βασικό λόγο. Για να μπορεί μία εξέταση να αποτελεί «αντικειμενικό» κριτήριο του ποιος θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει τα καθήκοντα του και ποιος όχι, θα πρέπει τα «προσόντα» που τίθενται προς αξιολόγηση να είναι μετρήσιμα. Στην προκείμενη περίπτωση όμως, δεδομένου ότι το πανεπιστήμιο είναι ένας θεσμός που ασχολείται με την προώθηση της έρευνας και της γνώσης, αυτά τα προσόντα είναι οι γνώσεις που υποτίθεται ότι έχει ή δεν έχει αποκτήσει ο φοιτητής κατά τη διάρκεια των εξαμήνων. Για να μπορέσει όμως η γνώση να γίνει αντικειμενικά μετρήσιμη, και μάλιστα στα πλαίσια ενός συστήματος μαζικών εξετάσεων όπως το σημερινό, πρέπει να εργαλειοποιηθεί και να μετατραπεί σε κενό περιεχομένου ανταλλακτικό μέσο, σε μια μορφή νομίσματος, με άλλα λόγια, το οποίο ο φοιτητής καταθέτει στο ταμείο προκειμένου να «περάσει». Είναι προφανές ότι αυτή η διαδικασία καταστροφής τόσο της γνώσης όσο και της ίδιας της γνωστικής διαδικασίας είναι   ομοούσια   με   το   βαθύτερο   πνεύμα   του   καπιταλισμού,   το   οποίο συνίσταται στην εργαλειοποίηση των πάντων και στην υποταγή τους στις κατηγορίες της οικονομίας.

Για εμάς, κατά συνέπεια, που το πανεπιστήμιο δεν είναι σε καμία περίπτωση απλά και μόνο ένας «ιδεολογικός μηχανισμός» του κράτους και του καπιταλισμού, αλλά, αντίθετα, ένας θεσμός που δημιουργήθηκε από τα κάτω και τον οποίο ο καπιταλισμός κατάφερε εκ των υστέρων και σε ένα βαθμό να αφομοιώσει, ποτέ όμως -ίσως μέχρι σήμερα- ολοκληρωτικά, η αντίληψη για τη γνώση που προωθεί το μοντέλο των εξεταστικών συνιστά δείγμα της ολοένα και μεγαλύτερης κυριάρχησης του πανεπιστημίου από τον καπιταλισμό και τη λογική του. Αυτό είναι απολύτως λογικό, αν αναλογιστούμε ότι στις μέρες μας οι άνθρωποι ασχολούνται όλο και λιγότερο με τη αναζήτηση της γνώσης και με την πνευματική δημιουργία γενικότερα, αφημένοι, όπως είναι, στον καταναλωτισμο και στις διασκεδάσεις. Και επιμένουμε σε αυτό, επειδή -σε ό,τι αφορά τουλάχιστον στην ελληνική περίπτωση- η απόλυτη επικράτηση του μοντέλου των εξεταστικών, με ό,τι αυτές προϋποθέτουν και συνεπάγονται (αντικατάσταση της σκέψης απ’ την παπαγαλία, καταστολή της ατομικότητας, προώθηση του διανοητικού κομφορμισμού και του αναλφαβητισμού, καταστροφή της γνώσης κ.λπ.), δεν είναι προϊόν κάποιας συνωμοσίας των κακών καθηγητών, αλλά, αντίθετα, χαίρουν της αποδοχής του μεγαλύτερου μέρους των φοιτητών, οι οποίοι βολεύονται πλήρως με τη λογική της παπαγαλίας και της μη σκέψης.

II. Ο τρόπος με τον οποίο φανταζόμαστε έναν πιθανό συντονισμό

    Η αναγκαιότητα μιας σταθερής και μόνιμης συνεργασίας Όπως το είπαμε από την αρχή, θεωρούμε ότι η προσπάθεια για την οργάνωση και το συντονισμό της κοινής μας δράσης δεν έχει νόημα μόνο σε περιόδους εμφάνισης του κινήματος ή σε περιπτώσεις όπου προκύπτει η ανάγκη αντιμετώπισης μιας έκτακτης κατάστασης. Αντίθετα, αυτό στο οποίο προσβλέπουμε -και αυτό, κατά συνέπεια, το οποίο προτείνουμε- είναι η δημιουργία μιας μορφής μόνιμης και σταθερής συνεργασίας μεταξύ των ομάδων,   η   σύσταση   δηλαδή   ενός   δικτύου,   οργανωμένου   πάνω  στις ομοσπονδιακές αρχές. Η βασική μας ιδέα που μας προτρέπει προς αυτή την κατεύθυνση είναι η εξής: η έλλειψη μιας σοβαρής και συνεκτικής ελευθεριακής/αυτόνομης/αναρχικής παρέμβασης μέσα στα ελληνικά πανεπιστήμια έχει να κάνει ως επί το πλείστον με το γεγονός πως δεν υπάρχει ένας γενικός συντονισμός της δράσης και μια συζήτηση πάνω στις δυνατότητες παρέμβασης- αντίθετα, υφίστανται πλήθος σκόρπιων ομάδων των οποίων όμως οι δυνατότητες παραμένουν αναξιοποίητες, αφού δεν ενώνονται στα πλαίσια μιας μόνιμης συνεργασίας.

Ο τρόπος οργάνωσης


Στα πλαίσια του γενικού καλέσματος προς τη σύσταση μιας συνεργασίας αυτού του είδους που κάνουμε με αυτό το κείμενο, καταθέτουμε εν προκειμένω μερικές ιδέες, με καθαρά -το τονίζουμε-ενδεικτική μορφή. Νομίζουμε ότι για να είναι βιώσιμη η όποια συνεργασία προκύψει, θα πρέπει να λάβει τη μορφή ενός πανελλαδικού δικτύου οργανωμένο σε ομοσπονδιακή και δημοκρατική βάση. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ θα αναγνωρίζεται η αυτονομία της κάθε συμμετέχουσας ομάδας, θα υπάρχει ένα κεντρικό όργανο του δικτύου -η γενική του συνέλευση- που θα συνεδριάζει ανά τακτά διαστήματα, σε πανελλαδική βάση, και το οποίο θα καθορίζει τη βασική γραμμή που θα ακολουθεί η παρέμβαση και η δραστηριότητα των δικτυομένων ομάδων στα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στη σύγκληση των συνεδριάσεων του κεντρικού οργάνου. Είναι προφανές ότι ο καθορισμός μιας γενικής γραμμής δεν αναιρεί επουδενί την πρωτοβουλία της κάθε ομάδας• καθορίζει απλώς το γενικό πνεύμα της δράσης και τις βασικές αρχές των θέσεων που θα προπαγανδίζουμε στις παρεμβάσεις μας η κάθε ομάδα, προσαρμόζοντας φυσικά στα δεδομένα της δικιάς της σχολής το γενικό πνεύμα του δικτύου/ομοσπονδίας.

Προκειμένου όμως να λειτουργήσει ομαλά και αποδοτικά ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός συνόλου καταστατικών αρχών οι οποίες θα καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των ομάδων και γενικότερα το εσωτερικό καθεστώς του δικτύου, από κάθε άποψη. Η ψήφιση ενός τέτοιου καταστατικού θα προκύψει μετά από σειρά συζητήσεων πάνω στο ζήτημα. Αυτό που  θεωρούμε  όμως ότι είναι βασικό και, για εμάς τουλάχιστον, αδιαπραγμάτευτο, είναι η εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών: απόρριψη της ιεραρχίας, πλειοψηφικός τρόπος λήψης των αποφάσεων, δεσμευτικότητα, για όλα τα μέλη, των εκάστοτε αποφάσεων του κεντρικού οργάνου.

III. Ενδεικτικά αιτήματα


Όπως το έχουμε πει, το παρόν κάλεσμα έχει τη μορφή πρότασης, στο οποίο προβάλλουμε ορισμένα σημεία που θεωρούμε σημαντικά ούτως ώστε να καταστήσουμε όσο το δυνατόν σαφέστερο το γενικό πνεύμα προς το οποίο εμείς θα θεωρούσαμε επιθυμητό να κινηθεί ένας πιθανός συντονισμός. Στα πλαίσια αυτής της πρότασης, παραθέτουμε εδώ, ενδεικτικά, μερικά από τα αιτήματα που εμείς προωθούμε, μέσω στης προπαγάνδας μας στη σχολή όπου δραστηριοποιούμαστε. Όπως είναι φανερό, τα προβάλλουμε περισσότερο για την παραδειγματική και «ιδεολογική» τους αξία και όχι τόσο για τη «ρεαλιστικότητά» τους. Γι’ αυτό και δεν παραθέτουμε εν προκειμένω τα καθαρά οικονομικής φύσεως αιτήματα, τα οποία θεωρούμε αυτονόητα.

  • Κατάργηση των πανελληνίων εξετάσεων, καθώς έτσι χτυπάμε αφενός το πνεύμα εντατικοποίησης που προωθείται μέσω αυτών και αφετέρου την εργαλειοποίηση και καταστροφή της γνώσης, μέσω του υποβιβασμού της σε απλό κριτήριο βαθμολογικής αξιολόγησης.
  • Εξίσωση ΑΕΙ-ΤΕΙ, καθώς έτσι αμφισβητούμε την προώθηση της κοινωνικής ιεραρχίας μέσω του διαχωρισμού, είτε ανάμεσα σε πνευματική και χειρονακτική εργασία, είτε ανάμεσα σε διαφορετικού κύρους και απολαβών επαγγέλματα εντός του ίδιου κλάδου.
  • Αύξηση της χρηματοδότησης για την εκπαίδευση μέσω της μείωσης των κρατικών πόρων και προνομίων προς την εκκλησία και   της   κατάργησης   των   στρατιωτικών   και   εξοπλιστικών δαπανών, όπως επίσης και των αντίστοιχων για την αστυνομία. Το αίτημα για την αύξηση των δαπανών για την παιδεία, διατυπωμένο με αυτό τον τρόπο, εκφράζει την αντίθεση μας προς τη θρησκεία, τον εθνικισμό και το μιλιταρισμό, αξίες ιδιαιτέρως διαδεδομένες στη νεοελληνική κοινωνία. 
  • Αποπομπή της εκκλησίας απ’ το υπουργείο παιδείας, τόσο σε διοικητικό όσο και σε εκπαιδευτικό επίπεδο. Προώθηση της εκκοσμίκευσης στην εκπαίδευση, καθώς η θρησκευτική συνείδηση -όπως επίσης και η άρνηση της- είναι ζήτημα που αφορά στις προσωπικές επιλογές του καθενός και δε μπορεί με κανένα τρόπο να καθορίζεται είτε άμεσα είτε έμμεσα από το κράτος.

Σχετικά με τα ΚΕΣ


Τον τελευταίο καιρό (έτος 2008-2009) έχει γίνει πολύς λόγος για τα ΚΕΣ, με αφορμή τη σχετική κοινοτική οδηγία. Δεδομένου ότι το σύνολο των παρατάξεων που αντιστέκονται στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και στην εφαρμογή του Νόμου-Πλαισίου θεωρεί αυτονόητη την αντίθεση στην αναγνώριση των ΚΕΣ, κρίνουμε χρήσιμο να διευκρινίσουμε και τη δικιά μας θέση.

Εμείς διαφωνούμε με την αναγνώρηση των ΚΕΣ, επειδή τη θεωρούμε έμμεση μορφή απαξίωσης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Από τη στιγμή που ιδιωτικά ιδρύματα κάθε είδους θα μπορούν να δίνουν πτυχία ίδιου κύρους με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων, έχουμε μια εκ των πραγμάτων υποβάθμιση αυτών των τελευταίων. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι. Αυτό που για εμάς έχει σημασία όμως είναι αυτή η αντίθεση να μη γίνεται σε μια συντεχνιακή βάση, η οποία στρέφεται ενάντια στους σπουδαστές των ΚΕΣ κι όχι ενάντια στο Υπουργείο. Αντιλήψεις του είδους «τα ΚΕΣ θα μας πάρουν τις δουλειές» είναι δείγμα ενός απαράδεκτου για εμάς φοιτητοκεντρισμού, ο οποίος ενδιαφέρεται απλώς και μόνο να διαφυλάξει την ανώτερη κοινωνική του θέση απέναντι στους σπουδαστές των ΚΕΣ. Αυτές οι απόψεις αποκρύπτουν το γεγονός ότι οι μαθητές που γράφονται στα ΚΕΣ είναι συνήθως μέλη κατώτερων στρωμάτων, τα οποία είτε δεν είχαν χρήματα για τα φροντηστήρια που είναι απαραίτητα για την επιτυχία στις Πανελλήνιες είτε, αφού απέτυχαν να περάσουν στη σχολή της αρεσκείας τους, δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πάνε σε κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Και πως, όταν πάρουν το πτυχίο τους, θα γίνουν εργαζόμενοι β’ κατηγορίας. Η περίφημη «βάση του 10» απλώς θα επιδεινώσει αυτή την κατάσταση.

Ο φοιτητοκεντρισμός, η αντίληψη δηλαδή που βλέπει το φοιτητικό συνδικαλισμό σαν κάτι που έχει να κάνει μόνο με τα συμφέροντα του κλάδου μας (και πιο συγκεκριμένα: με την προστασία της αξίας του πτυχίου μας), διακρίνει το σύνολο σχεδόν των φοιτητικών παρατάξεων. Αυτή η συντεχνιακή οπτική του συνδικαλισμού είναι απότοκο της γενικότερης άποψης που έχει για το πανεπιστήμιο το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Για το μέσο Έλληνα φοιτητή το πανεπιστήμιο είναι ένα μέσο για την εξασφάλιση ενός «δυνατού» πτυχίου, το οποίο θα του επιτρέψει να βρει μια καλή δουλειά. Το πανεπιστήμιο δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα εργαλείο εύρεσης εργασίας. Από την πλευρά μας θεωρούμε το ξεπέρασμα και την απόρριψη αυτής της εργαλειακής αντίληψης για το πανεπιστήμιο ως βασικό κομμάτι μιας ελευθεριακής πολιτικής παρέμβασης μέσα στις σχολές.

 

 

______________________________________

 

1. Η δημοκρατία είναι εκ φύσεως «άμεση». Η «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» είναι μια απάτη φιλελεύθερης προέλευσης που έχει σκοπό να δικαιώσει τα σημερινά ολιγαρχικά πολιτεύματα. Ως εκ τούτου, μπορούμε απλούστερα να μιλάμε περί δημοκρατίας, όπως μιλάμε για δέντρα και όχι για δέντρινα δέντρα κ.λπ..