Προφανώς και ο τίτλος ξενίζει. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Είναι μάλλον αυτονόητο ότι οι μετανάστες δεν έρχονται εδώ για να ζήσουν το μύθο τους στην κοιτίδα του πολιτισμού με το εύκρατο μεσογειακό κλίμα. Έρχονται από χώρες που έχουν μετατραπεί σε εμπόλεμες ζώνες, από δικτατορικά καθεστώτα όπου διώκονται, από κράτη που βρίσκονται σε κατάσταση οικονομικής ανέχειας, γενικά από μέρη όπου η επιβίωσή τους καθίσταται αδύνατη. Στο ταξίδι τους, αφού δώσουν την περιουσία τους σε μεσάζοντες και δουλεμπόρους, ο δρόμος τους είναι στρωμένος πότε με νάρκες (είδος που ευδοκιμεί στα σύνορα), πότε με λιμενικούς της ακτοφυλακής, ενώ πολλές φορές τελειώνει στα νερά του αιγαίου.
Όταν φτάνουν εδώ, ζώντας σε καθεστώς παρανομίας, προσπαθούν είτε να τους χορηγηθεί άδεια παραμονής, είτε να χαρακτηριστούν πρόσφυγες ζητώντας άσυλο, πράξεις που εμπίπτουν πλέον στην αρμοδιότητα της αστυνομίας. (Το ίδιο βέβαια ισχύει, ακόμα και αν έχουν γεννηθεί εδώ). Αν και κανείς δεν τους/τις θέλει, υπάρχει πληθώρα σκατοδουλειών γι’ αυτές/-ούς (αφού κατά βάθος τους αγαπάνε): όλοι τις/τους θέλουν να δουλεύουν ανασφάλιστοι στις οικοδομές, χτίζοντας πολυκατοικίες και ολυμπιακά ακίνητα, να φροντίζουν ηλικιωμένους και αρρώστους, να εξαναγκάζονται στην πορνεία, να φυτεύουν και να μαζεύουν φρούτα και λαχανικά, να καθαρίζουν κτήρια και σπίτια, να είναι πλανόδιοι μικροπωλητές με φτηνή πραμάτεια, να μπογιατίζουν σπίτια, να κάνουν μετακομίσεις, να μοιράζουν πίτσες, να στήνουν τις εξέδρες κομματικών εκδηλώσεων, να δειγματίζουν περσικά χαλιά. Και για να μην ξεχνιόμαστε, τις παραπάνω δουλειές μας τις κλέβουν.
Ακόμη, όταν φτάνουν εδώ, έρχονται αντιμέτωποι και με την καταστολή από την εθνικά ευαίσθητη αστυνομία. Καθημερινά γίνονται θύματα (συχνά θανατηφόρων) βασανιστηρίων στα αστυνομικά τμήματα και στο δρόμο, γίνονται ακούσιοι στόχοι τυχαίων εκπυρσοκροτήσεων, στοιβάζονται σε κλούβες και απελαύνονται μαζικά σε επιχειρήσεις «σκούπα», εκδιώχνονται από κτήρια και καταυλισμούς στους οποίους διαμένουν, είναι αναγκασμένοι να τρέχουν όποτε βλέπουν μπάτσο και τέλος φυλακίζονται σε «κέντρα υποδοχής» αντιπροσωπευτικά της ελληνικής φιλοξενίας. Τα παραπάνω βέβαια δεν είναι απλώς πρακτικές ενός ρατσιστικού κράτους, αλλά τροφοδοτούνται από το διάχυτο κοινωνικό ρατσισμό. Και δεν εννοούμε μόνο τους μαχαιροβγάλτες πολίτες με σύνδρομο διαρκούς αγανάκτησης. Εννοούμε την γκετοποίηση από την γειτονιά μέχρι το σχολείο μέχρι την πλατεία, όπου τα παιδιά των μεταναστών θεωρείται ότι λερώνουν και διαφθείρουν τον ανθό της ελληνικής νεολαίας · τη ρατσιστική αντιμετώπιση στο δρόμο, στα πάρκα, στις συγκοινωνίες, στους χώρους εργασίας · το δόγμα «μας παίρνουν τις δουλειές», καθώς και τη βεβαιότητα ότι οι μετανάστες είναι φύσει εγκληματίες. Η γενικευμένη ξενοφοβία ξεπερνά ακόμα και τον κρατικό ρατσισμό, με ενδεικτικές περιπτώσεις την άρνηση των γονέων να παρελαύνουν αριστούχοι μετανάστες μαθητές κρατώντας (βρομίζοντας) τη σημαία, τη δίωξη καθηγητριών που έκαναν με δική τους πρωτοβουλία ενισχυτική διδασκαλία σε μετανάστες, ή τα λουκέτα σε πάρκα που έπαιζαν παιδιά μεταναστών.
Καθώς εναντιωνόμαστε στο ρατσισμό και συνεπώς στην υπάρχουσα κατάσταση, υποστηρίζουμε το αίτημα για απόλυτη ισότητα μεταξύ ημεδαπών και μεταναστών. Δηλαδή ίσα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, θρησκευτικές ελευθερίες, καθώς και άμεση νομιμοποίηση των μεταναστών β΄ και γ΄ γενιάς, οι οποίοι, αν και έχουν γεννηθεί εδώ (χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ άλλη χώρα), ζουν με άδεια παραμονής, αφού ενηλικιωθούν.
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΩΝ/-ΤΩΝ
ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ – ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ