Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. . .
ή οι κυρίαρχοι λεηλατούν

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες στην πλειονότητα του πληθυσμού παρουσιάζεται μια προϊούσα τάση για ιδιώτευση. Έτσι λοιπόν, τα άτομα, ολοένα και περισσότερο, κλείνονται στην ιδιωτική σφαίρα, γευόμενα τις διάφορες διαχωρισμένες απολαύσεις (λ.χ. ασταμάτητη κατανάλωση προϊόντων, διακοπές, ταξίδια, μπούχτισμα του ελεύθερου χρόνου με διάφορες χαλαρωτικές δραστηριότητες κ.λ.π.). η ιδιώτευση αυτή παράλληλα συνιστά και μια μαζική φυγή από το δημόσιο χώρο, μια πλήρη απάθεια για τα κοινά, γεγονός το οποίο αποτελεί ευκαιρία για τους κυριάρχους ώστε να λεηλατήσουν τα κοινωνικά κεκτημένα.
Εδώ κάπου έρχεται να κολλήσει και η επιχειρούμενη αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προωθούνται λοιπόν μια σειρά μέτρων, όπως ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, αξιολόγηση, ΙΔΒΕ, ΔΟΑΤΑΠ, εισαγωγή οικονομικού manager-διαχειριστή σε κάθε σχολή, αποπομπή όσων δεν παίρνουν πτυχία μέσα στις προθεσμίες -ν+2, η εφαρμογή των οποίων δεν συνιστά τίποτε παραπάνω από την εντατικοποίηση των ζωών μας. Παράλληλα με τα παραπάνω και σε άρρηκτη σχέση μαζί τους, καθώς ανοίγει ουσιαστικά το δρόμο για το σύνολο της αναδιάρθρωσης, έρχεται και η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος.


Ενάντια στην αναθεώρηση
του άρθρου 16 

Κομβικές, ως προς την αναθεώρηση, κρίνονται κατά κύριο λόγο, οι παράγραφοι 4 και 8 του άρθρου: §4 “Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της” και §8 ‘ Η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται”.
Η κριτική μας απέναντι στην αναθεώρηση του άρθρου συγκροτείται σε δύο αλληλένδετους άξονες: αφενός πάνω στο ζήτημα της προσβασιμότητας στη γνώση ως δημόσιο αγαθό και αφετέρου στην περαιτέρω υποταγή των πανεπιστημίων στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Επίσης κοινό θεμέλιο των δύο αυτών αξόνων αποτελεί για εμάς το γεγονός ότι ναι μεν η αναθεώρηση του άρθρου 16 θα αποτελέσει μια δυσχερή συνθήκη, αλλά ότι συνιστά πρωτίστως τη θεσμική κατοχύρωση μιας ήδη διαμορφωμένης κατάστασης.
Κατ αρχάς, βασικό διακύβευμα μιας πιθανής αναθεώρησης του άρθρου αποτελεί το να απολεσθεί ο προσδιορισμός της πρόσβασης στη γνώση ως δημόσιο αγαθό. Ειδικότερα , μια πιθανή ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση -περιορισμό της ελεύθερης προσβασιμότητας στη γνώση. Συγκεκριμένα , η ανάγκη καταβολής διδάκτρων σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο αυτομάτως αποκλείει ένα μεγάλο αριθμό ατόμων από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, ενώ παράλληλα οι εσωτερικοί κανονισμοί των ιδιωτικών αυτών ιδρυμάτων είναι σαφές ότι θα καθιστούν απαγορευτική την παρακολούθηση μαθημάτων από άτομα που δεν φοιτούν σε αυτά – κάτι που με τα σημερινά δεδομένα είναι αυτονόητο εφόσον ο/η οποιοσδήποτε /οποιαδήποτε έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει άσχετα με το αν είναι εγγεγραμμένος-η φοιτητής-τρια. Παρόλα αυτά όμως είναι σαφές ότι σήμερα η χρήση αυτής της δυνατότητας ενδιαφέρει ελάχιστα άτομα, γεγονός που σχετίζεται με αυτό που περιγράψαμε παραπάνω ως «ήδη διαμορφωμένη κατάσταση». Στην ίδια βάση παρατηρούμε μια γενικότερη απαξίωση του δημόσιου και δωρεάν προσδιορισμού της εκπαίδευσης, τόσο στη δευτεροβάθμια, βλ. φροντιστήρια, ιδιαίτερα, βοηθήματα, όσο και στην τριτοβάθμια όπου υπάρχει η δυνατότητα φοίτησης σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο του εξωτερικού και κατοχύρωσης του πτυχίου. Το γεγονός ότι αυτές οι τάσεις είναι σημαντικές στην ελληνική κοινωνία καταδεικνύει ότι μια αναθεώρηση του άρθρου 16 έρχεται τόσο να δυσχεράνει περαιτέρω τα πράγματα, όσο –πρωτίστως- να αποτελέσει τη θεσμική κατοχύρωση αυτού που ήδη υπάρχει.
Το δεύτερο και κομβικότερο σημείο της αναθεώρησης είναι η συνακόλουθη περαιτέρω υποταγή των πανεπιστημίων στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Και εδωπέρα παρατηρούμε ότι πρόκειται για επικύρωση μιας ήδη υπάρχουσας συνθήκης και παράλληλα φυσικά το άνοιγμα του δρόμου για την παραπέρα δυσχέρανση των ζωών μας. Ειδικότερα, η σύσταση ιδιωτικών σχολών θα επιφέρει την κατάργηση/σήψη σχολών και τμημάτων τα οποία
δεν συνδέονται άμεσα με την αγορά εργασίας (όπως λ.χ. Φιλοσοφία, Κοινωνική ανθρωπολογία κ.λ.π.), κάτι που όμως ήδη συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό με τους/τις φοιτητές-τριες να απαξιώνουν τις εν λόγω σχολές, δεδομένου ότι η κυρίαρχη τάση στην εκπαίδευση είναι η εργαλειακή (δηλαδή, όχι απόλυτα αλλά σε μεγάλο βαθμό, βασικός στόχος της πανεπιστημιακής φοίτησης είναι η απόκτηση προσόντων για εργασία). Παράλληλα, κάτι που επίσης είναι ήδη γεγονός, θα ενισχυθούν σχολές με άμεση σύνδεση με την παραγωγή, προσόν των οποίων αποτελεί η δημιουργία του ανθρωπολογικού τύπου του υπερεξειδικευμένου ανεγκέφαλου, πάντα έτοιμος για συνεχή επανακατάρτιση (βλέπε ΙΔΒΕ) ανάλογα με τα γούστα της καπιταλιστικής παραγωγής. Επίσης, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, που αναμφίβολα θα λειτουργούν με εντατικούς ρυθμούς, θα συμπαρασύρει στο χορό και τα δημόσια με αποτέλεσμα την εντατικοποίηση των σπουδών, άρα και των ζωών μας. Έτσι λοιπόν, παρά τα σαφή ολιγαρχικά χαρακτηριστικά του (βλέπε παρακάτω), ο θεσμός του πανεπιστημίου κινδυνεύει, λόγω της εντατικοποίησης, να απολέσει και τα όποια στοιχεία/ψήγματα αυτονομίας ενυπάρχουν σε αυτόν, όπως η ως ένα βαθμό δυνατότητα προαγωγής της σκέψης και του στοχασμού, η δυνατότητα ζύμωσης και πολιτικοποίησης, η σημαντική εξουσία των αποφασιστικών οργάνων των φοιτητών-τριών, στοιχεία που όμως έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιούνται από αισχρές μειοψηφίες φοιτητών-τριων …
Συνοψίζοντας λοιπόν, θεωρούμε ότι η αναθεώρηση του άρθρου 16, ανοίγοντας το δρόμο για το σύνολο της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, έρχεται να συμπληρώσει αυτό που η κυρίαρχη τάση των φοιτητών-τριών εκφράζει, οδηγώντας παράλληλα σε περιορισμό ή εξαφάνιση τα όποια ψήγματα αυτονομίας έχουν απομείνει στον πανεπιστημιακό θεσμό, μέσω της περαιτέρω υποταγής του στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Γι΄αυτό ακριβώς πιστεύουμε ότι υποπίπτουν σε αντίφαση αυτοί που από τη μια ζητούν την «αποσύνδεση των πανεπιστημίων από τη αγορά» και από την άλλη απαιτούν «πτυχία με αξία, δουλειά με δικαιώματα». Διότι η υποταγή στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής είναι ταυτή, είτε πρόκειται για νεοφιλελεύθερη είτε για κρατικοκαπιταλιστική αγορά: ο θεσμός του πανεπιστημίου και στις δύο περιπτώσεις είναι υποταγμένος, κατά το μάλλον ή ήττον, στην οικονομία. Έτσι κι αλλιώς , αυτή δεν είναι η πυρηνική κοινωνική φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού: η «…ώθηση προς την απεριόριστη επέκταση της ορθολογικής κυριάρχησης», η απόλυτη «ορθολογική» κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και τη φύση, η απαξίωση του ανθρώπινου όντος ως homo œconomicus , η τάση περιστολής του στην κενότητα παραγωγής και κατανάλωσης…

Απέναντι σ΄αυτήν την ήδη δυσμενώς διαμορφωμένη συνθήκη και στην επιχειρούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16, αντιτάσσουμε την επαναοικειοποίηση του θεσμού του πανεπιστημίου και τη ρητή διαμόρφωσή του.
Ειδικότερα, το σημερινό πανεπιστήμιο, εν πολλοίς, είναι ολιγαρχικά οργανωμένο, σ΄αυτό ενυπάρχει ο κεντρικός κοινωνικός διαχωρισμός μεταξύ διευθυνόντων-εκτελεστών, ο διαχωρισμός δηλαδή μεταξύ των “ειδικών” που αποφασίζουν και της αδαούς μάζας που απαθής εκτελεί: καθηγητές με ύφος πολλών καρδιναλίων, επιτροπές “σοφών”, υπουργοί, πρυτάνεις αποφασίζουν και διατάζουν, υποδεικνύοντάς μας τι θα μάθουμε, πότε θα το μάθουμε, με ποιο τρόπο θα το μάθουμε, κρίνοντας για μας χωρίς εμάς. Κατά συνέπεια, στην κατεύθυνση της καταστροφής της ολιγαρχικότητας του πανεπιστημίου, προτάσσουμε το σπάσιμο του αλλοτριωτικού διαχωρισμού διευθυνόντων-εκτελεστών. Μπορούμε να πάρουμε τη γνώση στα χέρια μας, κόβοντας κάθε σχέση με γραφειοκρατία-αντιπροσώπευση, θεσμίζοντας, στη βάση της άμεσης δημοκρατίας, μια γενική συνέλευση διδασκόντων-διδασκομένων, στην οποία θα εναπόκειται η λήψη του συνόλου των αποφάσεων που αφορούν το πανεπιστήμιο. Βέβαια είναι για εμάς προφανές ότι μια τέτοια προοπτική, λόγω της θεμελιώδους αλλαγής της σκέψης του σύχρονου ανθρώπου που προϋποθέτει, συνδέεται άρρηκτα με έναν συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αποφεύγοντας λοιπόν τη γενικευμένη απάθεια για τα κοινά και τη συνακόλουθη ανάθεση των υποθέσεών μας στους πάσης φύσεως “ειδικούς” κινούμαστε στην προοπτική της αμφισβήτησης του συνόλου των κοινωνικών θεσμών, οι οποίοι είναι εξάλλου δικό μας δημιούργημα και όχι προϊόν της Θείας Πρόνοιας ή άτεγκτων κοινωνικών νόμων. Σ’ αυτή την κατεύθυνση λοιπόν, οφείλουμε να επαναοικειοποιηθούμε τους θεσμούς και να τους διαμορφώσουμε ρητά, χωρίς να αποδίδουμε τον τρόπο οργάνωσής μας στο Θεό, στα αφεντικά και τους νόμους της αγοράς τους, στο πάνσοφο Κόμμα ή στους ειδήμονες-επαγγελματίες πολιτικούς. Κάθε είδους αντιπροσώπευση στηρίζεται στο μύθο των “ειδικών” της πολιτικής και στην απάθεια για τα κοινά που οδηγεί στην αποσάθρωση του δημόσιου χώρου. Ας μην αφήσουμε χώρο για την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, ας μην επιτρέψουμε σε ειδικούς να αποφασίζουν για μας, ουσιαστικά χωρίς εμάς, η άμεση δημοκρατία αποτελεί το καλύτερο όπλο μας ενάντια στους σχεδιασμούς των εκάστοτε κυριάρχων στην κατεύθυνση της συνολικής ρήξης με τον καπιταλισμό και της δημιουργίας της κοινωνίας των ελεύθερων και των ίσων.



Αντί επιλόγου. . .
Ή λίγα λόγια για τις κινητοποιήσεις

Ο τρόπος με τον οποίο στεκόμαστε αντιμέτωποι τόσο με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση όσο και με την αναθεώρηση του άρθρου 16, δεν είναι σε καμία περίπτωση αποκομμένος από τη συνολικότερη πολιτική τοποθέτηση του/της καθενός-μιας.


Αρχικά, θα θέλαμε να θίξουμε τον τρόπο με τον οποίο εμείς αντιλαμβανόμαστε τη κατάληψη των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, κάτι που φοιτητές και φοιτήτριες επιλέγουν κατά κόρον στις κινητοποιήσεις τους. Πέρα από το προφανές, δηλαδή την επιλογή της κατάληψης ως μέσο πίεσης ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, εντοπίζουμε άλλη μια σημαντική συνιστώσα, αυτή της κατάληψης των πανεπιστημιακών χώρων ως σκοπού. Πέρα από την κατάληψη που αποσκοπεί σε εξωτερικό προς αυτή (κατάληψη ως μέσο), εντοπίζουμε σε αυτή τη δυνατότητα, καταλαμβάνοντας τα πανεπιστήμιά μας, να επαναοικειοποιηθούμε τους θεσμούς, να σπάσουμε δηλαδή τον αλλοτριωτικό διαχωρισμό διευθυνόντων-εκτελεστών, παίρνοντας τη γνώση στα χέρια μας, εν ολίγοις δημιουργώντας μεταξύ μας σχέσεις διαφορετικές από τις κυρίαρχες. Μέσα στις κατειλημμένες σχολές, για εμάς παρουσιάζεται η δυνατότητα να προχωρήσουμε σε μια κατεύθυνση συλλογικής αυτομόρφωσης-αυτοδιαχείρισης του πανεπιστημίου, θεσμίζοντας αντιμαθήματα, μαθήματα δηλαδή το περιεχόμενο των οποίων να επιλέγεται από τη συνέλευση κατάληψης, μεταμορφώνοντας έτσι τη γνώση από μέσο για την κατοχύρωση προνομίων που εν πολλοίς είναι σήμερα, σε όπλο μας στον αγώνα για χειραφέτηση.

Τα παραπάνω όμως συνδέονται άρρηκτα τόσο με τον θεσμό των γενικών συνελεύσεων όσο και με την κατανομή της εξουσίας, σε περίοδο κινητοποιήσεων, μεταξύ αυτών και των συνελεύσεων κατάληψης.
Καταρχάς, όσον αφορά στις γενικές συνελεύσεις, οι φοιτητές-τριες, όπως και πέρσι, προσέρχονται μεν μαζικά για να ψηφίσουν υπέρ της κατάληψης και έπειτα αποχωρούν, επίσης μαζικά, αφήνοντας τη διαχείριση της κατάληψης στους λίγους, τους πιο “ψημένους”. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι, παρόλο που οι διαδικασίες των γενικών συνελεύσεων βαφτίστηκαν από πολλούς αμεσοδημοκρατικές(!), ουσιαστικά ακόμα και εκεί, όπως και στην υπόλοιπη κοινωνία, κυριαρχεί το φαντασιακό της απάθειας/αντιπροσώπευσης, ο κεντρικός κοινωνικός διαχωρισμός μεταξύ διευθυνόντων και εκτελεστών, εν ολίγοις ο διαχωρισμός μεταξύ της αδαούς μάζας και των λιγοστών πεφωτισμένων στους οποίους η πρώτη αναθέτει τη διαχείριση των υποθέσεών της και έπειτα αποχωρεί από το δημόσιο χώρο. Σε δεύτερο επίπεδο, παρατηρούμε ότι συχνά οι συνελεύσεις κατάληψης στερούνται οποιαδήποτε δυνατότητα λήψης αποφάσεων, καθώς απαξιώνονται με το να τους αναλογεί απλώς η «υλοποίηση των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης». Μ΄αυτή την έννοια συχνά οι συνελεύσεις καταλήψεις περιορίζονται στην απραξία ή αναλώνονται σε ατέλειωτες συζητήσεις σχετικά με το ποιος κάνει την ορθότερη ερμηνεία αυτού που αποφάσισε ο σύλλογος, ο οποίος βέβαια στην συντριπτική πλειοψηφία έχει εξαφανισθεί μετά το πέρας της γενικής συνέλευσης.
Απέναντι σ΄αυτή τη συνθήκη, αντιτάσσουμε την ισοκατανομή της εξουσίας μεταξύ γενικής συνέλευσης και συνέλευσης κατάληψης, πράγμα που συνίσταται στην προώθηση στις γενικές συνελεύσεις μίνιμουμ-μη εγκλωβιστικών προτάσεων-πλαισίων που να συμπεριλαμβάνουν το σύνολο του αντιστεκόμενου κόσμου, ούτως ώστε να απεγκλωβιστούν οι συνελεύσεις κατάληψης από το σημερινό τέλμα και να αποτελέσουν τόπους πολιτικής ζύμωσης και αντιπαράθεσης των αγωνιζομένων, αλλά και τόπους λήψης πολιτικών αποφάσεων.

Εν τέλει, θα θέλαμε να αναφερθούμε και σε μια άλλη πτυχή του φοιτητικού κινήματος, αυτή του συντονισμού των κινητοποιήσεων. Πέρσι το πανελλαδικό συντονιστικό των γενικών συνελεύσεων και καταλήψεων αποδείχθηκε πανηγυρικά ανίκανο να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, εφόσον το μόνο που ουσιαστικά αποφασιζόταν ήταν η ανανέωση του ραντεβού για πορεία κάθε Πέμπτη. Από εκεί και πέρα, το συντονιστικό αυτό αποτελούσε θέατρο για να εκφωνούνται πολιτικάντικα λογύδρια, επαινετικά ως προς το περιεχόμενο για την παράταξη/ομάδα/χώρο του ομιλητή. Το γεγονός αυτό έκανε ιδιαίτερα χρονοβόρα την όλη διαδικασία, καθιστώντας την ουσιαστικά απρόσιτη και απεχθή για τον κόσμο που δεν έχει συνηθίσει σε πολύωρες συζητήσεις, αλλά και για όποιον τέλος πάντων δεν είναι διατεθειμένος να σπαταλήσει ένα κάρο ώρες από τη ζωή του για να μάθει το αυτονόητο, ότι δηλαδή ανανεώθηκε το ραντεβού της Πέμπτης!… Απέναντι σε αυτό κρίνουμε αναγκαία την αναδιάρθρωση του συντονισμού.
Ειδικότερα, αντιπροτείνουμε έναν συντονισμό των κινητοποιήσεών μας μέσω αιρετών/κληρωτών, κυκλικά εναλλασσόμενων και άμεσα ανακλητών από τις συνελεύσεις κατάληψης εκπροσώπων, οι οποίοι θα εξουσιοδοτούνται με την παρουσίαση των προτάσεων για δράσεις κάθε συνέλευσης κατάληψης, όπως αυτές θα συμπυκνώνονται σε ένα κείμενο το οποίο θα έχει συνδιαμορφωθεί από τις συνελεύσεις των καταληψιών. Εμμένουμε αρχικά μόνο στο συντονισμό δράσεων (λ.χ. κλεισίματα δρόμων, αποκλεισμοί σιδηροδρομικών σταθμών, ταυτόχρονες καταλήψεις ραδιοφωνικών σταθμών πανελλαδικά κ.λ.π) διότι τα περυσινά δεδομένα μας απαγορεύουν να μιλήσουμε για πολιτική ζύμωση και αντιπαράθεση-μακάρι βέβαια να διαψευστούμε… Κλείνοντας λοιπόν το κείμενο και μια που έρχεται και εξεταστική…

Λευκές λευκές οι εξεταστικές, οι φοιτητές αιώνιοι και οι σχολές κλειστές



ΟΧΙ στην αναθεώρηση του άρθρου 16

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ


ΝΑ ΚΟΨΟΥΜΕ ΚΑΘΕ ΣΧΕΣΗ
 ΜΕ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ/ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ