Ή ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ Ή ΒΟΥΛΙΑΖΟΥΜΕ

*από τον περιοδικό ανθελληνικό τύπο το είδαμε και μας άρεσε

Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί τη σκληρότητα ή την αδικία των πρόσφατων μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης. Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί ότι κράτος και κεφάλαιο βγαίνουν επιθετικά προς τα εισοδήματα και το υπάρχον βιοτικό επίπεδο. Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί ότι θα ήθελαν με πρόφαση το δημόσιο τομέα να προεκτείνουν τα μέτρα στο σύνολο των εργαζομένων. Σε κανέναν και καμία όμως δεν επιτρέπεται να αγνοήσει το γεγονός ότι αυτοί που θα πληγούν πρώτα και περισσότερο είναι αυτοί που βρίσ κονταν ήδη στον πάτο του κοινωνικού βαρελιού, οι μετανάστες και μετανάστριες εργάτες/τριες, οι χαμηλόμισθες και χαμηλοσυνταξιούχοι, όλοι οι χειρωνακτικά εργαζόμενοι/ες. Αυτοί στων οποίων τις πλάτες χτίζονταν οι περίοδοι της κοινωνικής ευμάρειας, της οικονομικής ανάπτυξης και της καταναλωτικής πανούκλας, και ήταν ούτως ή άλλως αποκλεισμένοι απ’ το μοίρασμα της πίτας. Το πάγωμα των μισθών/συντάξεων, η αύξηση του φπα, η περικοπές 13ου και 14ου μισθού δε μπορούν ούτε να εξυγειάνουν κάτι ούτε να αποκρύψουν την εξής απλή αλήθεια: ότι τα μέτρα θα φροντίσουν έτσι ώστε όποιος ήταν χαμηλά να πέσει ακόμα χαμηλότερα.

Οι υπόλοιποι, «προνομιούχοι», «μικρομεσαίοι», πρώην βολεμένοι είναι αυτοί που κατεξοχήν καλούνται σε κοινωνική συναίνεση για το καλό του τόπου. Ποιο είναι το καλό του τόπου (και του έθνους βέβαια); Να κάνουμε όλοι και όλες λίγο πίσω ώστε να βγει η ελλάδα από την κρίση μέσα απ’ το δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικότητας. Η κοινωνική και εθνική συναίνεση όμως ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει στα συγκεκριμένα μέτρα. Έχει ένα βρώμικο «πριν» και ένα εξίσου βρώμικο «μετά». Για να μπορέσουν οι κυρίαρχοι να ζητήσουν τη συναίνεση σ’ αυτά τα μέτρα, έπρεπε να έχουν δεδομένη τη συναίνεση όλων των προηγούμενων δεκαετιών που διαμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία. Τη συναίνεση στην άγρια εκμετάλλευση μεταναστριών/των και εργατών, το ρουσφέτι και τις πελατειακές σχέσεις, τη νεοελληνική γκλαμουριά και τις συντεχνίες, την αναζήτηση της ευτυχίας (και τη χρέωση) στα δάνεια και τις κάρτες, τη συναίνεση που έχτισε την «ισχυρή ελλάδα» των ολυμπιακών αγώνων, την ελλάδα που έκανε κουμάντο στα. βαλκάνια και είχε κύρος μεταξύ των «ευρωπαίων εταίρων». Απ’ την άλλη, το «μετά» αυτής της υπόθεσης είναι ότι όλοι όσοι ήταν μέρος αυτής της συναίνεσης (και οι περισσότεροι ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό), καλούνται να δώσουν κάτι πίσω στα αφεντικά, ώστε να τους επιστραφεί αργότερα, όταν με το καλό βγούμε απ’ την κρίση και επιστρέψει η χώρα σε τροχιά ομαλότητας και ανάπτυξης. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, αλλά η βασική προσδοκία φαίνεται να είναι η επιστροφή στην παλιά, «καλή» πραγματικότητα.

Τώρα όμως, δεν είμαστε αδύναμοι επειδή είμαστε διαιρεμένοι, αλλά αντίθετα είμαστε διαιρεμένοι ακριβώς επειδή είμαστε αδύναμοι. Βρισκόμαστε σε τόσο δυσχερείς θέσεις άμυνας επειδή εδώ και τόσες δεκαετίες αφήσαμε να εμπορευματοποιηθεί κάθε κοινωνική δραστηριότητα και ο καθένας προσπαθούσε να βολέψει τον εαυτό του ή το πολύ-πολύ τη συντεχνία του• και μάλιστα όχι στους δρόμους, αλλά με ρουσφέτια σε πολιτικά γραφεία. Οι κοινωνικοί αγώνες που γνωρίσαμε είτε ήταν αμυντικοί είτε έσβησαν απομονωμένοι, ενώ η κοινωνική πλειονότητα έμενε βουλιαγμένη στην απάθεια και τη συντεχνιακότητα.

Δε μας ενδιαφέρει να δώσουμε συμβουλές, αριστερές ή δεξιές, στα αφεντικά για το σχέδιο εξόδου απ’ την κρίση. Ούτε κομματικά/συνδικαλιστικά μαγαζιά έχουμε, ούτε μας ενδιαφέρει ένα εκ νέου «βόλεμα». Θέλουμε να σκεφτούμε και να δράσουμε από κοινού ενάντια στους ίδιους τους όρους της καταπίεσης. Θέλουμε να βρεθούμε στους δρόμους μαζί με όλες και όλους τους εργαζόμενους, τους μετανάστες, τους καταπιεσμένους, έξω από γραφειοκρατίες και κόμματα, ώστε να ανακαλύψουμε την κοινωνική αλληλεγγύη των από κάτω, και να βρούμε την ενότητα όχι στην πατρίδα ή στο χρήμα, αλλά στις κοινές επιθυμίες που υπονοούν έναν κόσμο χωρίς αφεντικά και δούλους.