Ελλήνων διέγερσις: Μετανάστη ζούμε με πτυχίο να σε δούμε
Είναι ευρέως αποδεκτό: το πανεπιστήμιο αποτελεί ένα θεσμό προοδευτικό. Ελεύθερη διακίνηση γνώσης και απόψεων, ευρεία κοινωνικοποίηση, δυνατότητα πολιτικοποίησης και συμμετοχής στα κοινά του πανεπιστημιακού χώρου, επαναστατικές ιδέες και κινητοποιήσεις για την άσκηση πίεσης στους ιθύνοντες. Κοντά σε όλα αυτά, διάφοροι χαρακτηρισμοί δίνονται αντίστοιχα για το φοιτητικό σώμα: είμαστε το μέλλον, είμαστε το πλέον ρηξικέλευθο κομμάτι της κοινωνίας, είμαστε οι φορείς της αλλαγής (ας ανατρέξει κανείς στον πολιτικό λόγο των κομματικών παρατάξεων για περαιτέρω πληροφόρηση). Κοινωνοί μιας γνώσης ανωτάτου (!) επιπέδου, ανοιγόμαστε στον κόσμο διευρύνοντας τους πνευματικούς μας ορίζοντες. Εμείς, οι Έλληνες φοιτητές. Γιατί αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά σε έναν πανεπιστημιακό χώρο, δε θα δυσκολευτεί να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η πολυπόρθητη γνώση έχει προστατευτεί από τους αλλοδαπούς κοινωνικά και νομοθετικά.
Η ζωή ενός μποέμ
Αυτή η διαπίστωση βεβαίως δεν εκπλήσσει κανέναν, ακριβώς επειδή επισημαίνει κάτι αυτονόητο και όλοι γνωρίζουν λίγο-πολύ πως η εκπαίδευση, καίτοι λιγότερο από το παρελθόν, παραμένει στοιχειωδώς ταξική. Tι γίνεται επομένως με τον αλλοδαπό φίλο μας; η ερώτηση είναι ρητορική. Οι αλλοδαποί συρρέουν κατά ορδές στην Ελλάδα και λέγεται πως δεν έχουμε τη δυνατότητα να τους αντέξουμε ως χώρα. Ήδη ένας ολόκληρος λαός φωνάζει οργισμένος ότι οι μετανάστες του παίρνει τις δουλειές – δουλειές βεβαίως τις οποίες θεωρεί υποβαθμισμένες και θα αναθέσει στους κοινωνικοοικονομικά κατώτερους. Εάν όμως επετρέπονταν στους μετανάστες ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και την μόρφωση; Πώς θα αντιδρούσαν οι ημεδαποί φοιτητές, όταν θα αισθάνονταν τους αλλοδαπούς να απειλούν τη δική τους είσοδο στο πανεπιστήμιο, τη δική τους αγορά εργασίας; θα άξιζε διερεύνησης. Μέχρι τότε μπορούμε τουλάχιστον να συνεχίζουμε να διαλαλούμε τον αντιρατσισμό και την προοδευτικότητά μας, όσο η κοινή γνώμη θέλει τον αλλοδαπό φίλο της εργάτη. Φτηνά, κακοπληρωμένα και ανασφάλιστα εργατικά χέρια για κάθε εργασία, που παραπαίουν μεταξύ μιας πράσινης κάρτας, μιας ρόζ κάρτας και της παρανομίας οι μετανάστες. Φτωχοί σε μια ξένη χώρα, αλλά στερημένοι ίσων πολιτικών και εργασιακών δικαιωμάτων, δεν είναι τελικά ούτε Έλληνες, ούτε πολίτες. Περιπλανώμενοι φιλοξενούμενοι που οφείλουν να σέβονται και να υπηρετούν το καλά οχυρωμένο σπιτικό των Ελληναράδων.
Ας εξηγήσουμε όμως τι εννοούμε. Δεινοί ταξιδευτές, οι μετανάστες δε θα διστάσουν να παραχωρήσουν ολόκληρη την περιουσία τους στους μεσάζοντες που θα τους προσφέρουν το μοναδικό ταξίδι σε χώρες εύκολα προσβάσιμες και εξωτικές, όπως η δική μας. Εάν καταφέρουν να περάσουν στην Ελλάδα μέσα από τις ευρωπαϊκές και ελληνικές ακτοφυλακές και τις νάρκες του Αιγαίου ζωντανοί και δεν έχουν τη μικρή ατυχία να χάσουν τη ζωή τους, πρώτο τους μέλημα θα είναι να σχηματίσουν μια ουρά έξω από τα γραφεία της Πέτρου Ράλλη στην Αθήνα, όπου βρίσκεται η Διεύθυνση Μεταναστών, διεκδικώντας τη νομιμότητα παραμονής τους εδώ. Πολλές φορές είναι πολιτικοί πρόσφυγες, και αν είναι αρκετά τυχεροί ώστε να επιλεγούν μέσα στη μία (1) ώρα όπου τα γραφεία είναι ανοιχτά για αιτήσεις αδειών παραμονής κάθε εβδομάδα, θα μπορέσουν να αποκτήσουν μια ροζ κάρτα διαρκείας 6 μηνών, μη ανανεώσιμη, που αφενός τους καθιστά προσωρινά νόμιμους, αφετέρου δεν τους δίνει το δικαίωμα να συνεχίσουν το ταξίδι τους για να επισκεφθούν και κάποια άλλη χώρα. Η αίτηση για πράσινη κάρτα μεγαλύτερης διάρκειας απαιτεί υψηλά οικονομικά έξοδα και διάφορα άλλα τεκμήρια. Και για να μην το ξεχάσουμε: αρμόδια υπηρεσία για την έκδοση των αδειών παραμονής είναι μέχρι τώρα η ΕΛ.ΑΣ. , η οποία μπορεί να απορρίψει την αίτηση χωρίς να λογοδοτήσει. Κι ακόμη: οι νομιμοποιήσεις στην Ελλάδα γίνονται κατά κύματα και τα τελευταία 2 χρόνια δεν έχει νομιμοποιηθεί κανένας αλλοδαπός.
Αν, λοιπόν, έχουμε τόσους λαθρομετανάστες, αυτό οφείλεται στο ότι δεν τους νομιμοποιούμε. Και αν έχουμε τόσους μετανάστες εν γένει, αυτό οφείλεται στο δίκαιο του αίματος. Διότι η ιθαγένεια δίνεται μόνο σε όσους έχουν κάποιο συγγενή αυθεντικό Έλληνα (με και χωρίς χλαμύδα). Επομένως, μπορούν στην Ελλάδα , να ζουν γενιές μεταναστών που θα παραμένουν τυπικά ξένοι: Δεν είναι πολίτες και δε μπορούν να γίνουν πολίτες επειδή κανένας από τους γονείς του δεν είχε στο παρελθόν αίμα Ελληνικό. Τι ισχύει επομένως; Τα παιδιά των μεταναστών μέχρι την ενηλικίωσή τους υπάγονται στο νομικό καθεστώς των γονέων τους, αντί να υπάγονται στο δίκαιο του εδάφους, σύμφωνα με το οποίο κάποιος νομιμοποιείται ως πολίτης μιας χώρας επειδή έχει γεννηθεί και παραμένει σε αυτή. Πολιτικά, οικονομικά και νομικά, οι μετανάστες είναι πλήρως διαχωρισμένοι από τους πραγματικούς (;) Έλληνες.
Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο
Η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση επομένως δε μπορεί να τους παρέχει όσα θεωρούμε πως δικαιούνται, διότι τους προορίζουμε να διαχωριστούν ταξικά και κοινωνικά από την Άρια κοινωνία μας. Μπορούν όμως κάλλιστα να παρακολουθήσουν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση όπως οι Έλληνες πολίτες, ακόμα και αν είναι παράνομοι, αφού η καταβολή αποδεικτικών νόμιμης παραμονής δεν είναι υποχρεωτική σε αυτές τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Αυτό το καθεστώς δεν ακυρώνει την πιθανότητα ο διευθυντής/η διευθύντρια του σχολείου να ζητήσει πιστοποιητικά νομιμότητας για την εγγραφή στο σχολείο, όπως επίσης και την δυνατότητα του κρατικού μηχανισμού να τους απελάσει εάν τους ανακαλύψει, οποιαδήποτε στιγμή.
Έτσι όλοι είμαστε υπερήφανοι: εμείς διότι παρέχουμε σε όλους δημόσια παιδεία και αυτοί διότι είναι μέτοχοι της έξοχης Ελληνικής παιδείας, βάσεως του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το μπαϊράκι μας είναι λοιπόν δικαιολογημένα ψηλό, όλα κι όλα, τους παρέχουμε την κουλτούρα μας, δεν θα τους αφήσουμε κιόλας να τη σπιλώσουν. Η έννοια της ενσωμάτωσης εδώ λειτουργεί με το ανωτέρω εκφρασθέν σκεπτικό και άνετα μπορούμε να παραδεχόμαστε ότι σε σχολεία με πλειοψηφία μεταναστών οι διδάσκοντες/διδάσκουσες τελούν απερίσπαστα και με το παραπάνω το έργο τους προσπαθώντας να χώσουν στο κεφάλι των μαθητών τους το Χριστιανισμό, τον Ελληνισμό, και τον Εθνικισμό μας. Και όταν υπάρχουν μερικοί νομικά παρεκκλίνοντες, όπως κάποιες πρωτοβουλίες δασκάλων που προσπαθούν να δημιουργήσουν πλαίσια διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, υψώνουμε τις φωνές μας και τους εκδιώκουμε σαν εθνικούς προδότες.
Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση το 132ο δημοτικό σχολείο Αθηνών που στεγάζεται στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας. Στο σχολείο αυτό, 160 από τους 190 μαθητές ήταν αλλοδαποί με αποτέλεσμα ο σύλλογος γονέων και δασκάλων να λάβει την πρωτοβουλία για την οργάνωση μαθήματα ελληνικής γλώσσας στους αλλόγλωσσους γονείς,τη χρήση μεταφραστή κατά τη διάρκεια των συναντήσεων γονέων και καθηγητών, το τύπωμα πολύγλωσσων σχολικών ανακοινώσεων και την αντικατάσταση της καθημερινής προσευχής με ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου. Ακόμη, για την ανάπτυξη της διαπολιτισμικής επικοινωνίας, τα στοιχεία του πολιτισμού και της γλώσσας των μαθητών χρησιμοποιούνταν σε όλες τις εκφάνσεις της σχολικής ζωής, από το μάθημα μέχρι τις εθνικές εορτές και άλλες εκδηλώσεις. Τέλος, η σύνδεση του σχολείου με τοπικούς φορείς πρόνοιας και η δημιουργία ενισχυτικών επιμορφωτικών σεμιναρίων για τους γονείς και τους καθηγητές ολοκλήρωνε το ρόλο του σχολείου ως ενός χώρου που υπερέβαινε τα όρια του εκπαιδευτικού θεσμού και αποτελούσε ένα συνεκτικό στοιχείο της συνολικής σχολικής κοινότητας. Το συμφέρον μιας σχολικής κοινότητας όμως είναι μηδαμινό μπροστά στο συμφέρον της πατρίδας, και μετά από δέκα (10) χρόνια όπου το σχολείο αυτό λειτουργούσε με αυτούς τους όρους, τη διευθύντρια Στέλλα Πρωτονοταρίου τη μετέθεσαν και βάλανε έναν παλικαρά, Έλληνα βέρο. Τα ‘κοψε όλα αυτά και τώρα μπορεί μεν οι γονείς, οι μαθητές, οι καθηγητές και ο Συνήγορος του Πολίτη να διαρρηγνύουν εν χωρώ τα ιμάτιά τους για τη διάλυση του σχολείου, σώσαμε όμως την πατρίδα από μια διάβρωση εκ των έσω. Αυτός μάλλον είναι και ο λόγος που η υπόθεσή της θα εκδικαστεί για παράνομη χρήση σχολικών αιθουσών ως χώρων διδασκαλίας Αλβανικών μετά τη λήξη των σχολικών μαθημάτων. Είναι εξάλλου εμφανές πως η μικρή στριμόκολη χώρα μας δεν έχει πλέον πού να στεγάσει και να υλοποιήσει πλείστες άλλες εκπαιδευτικές ανάγκες όπως κοπή πίτας και ενοριακές ανάγκες εκκλησιών, δραστηριότητες για τις οποίες ο σχολικός χώρος ήταν συμφωνηθέν να παραχωρείται.
Βλέποντας παρόμοιες πρωτοβουλίες να αναπτύσσονται και σε πολλά άλλα σχολεία σε όλη την ελληνική επικράτεια, αρχίζει να αναρωτιέται κανείς μήπως υπάρχει μια μαζική ψυχοπαθολογία στον κλάδο των δασκάλων, οι οποίοι πάνε γυρεύοντας να τα βάλουνε με το νόμο -όμως το τελευταίο ας το αφήσουμε στους ψυχρολόγους. Για εμάς τους νομιμόφρονες, αρμόζει μια συναινετική κίνηση της κεφαλής στα ολιγάριθμα και κακώς στελεχωμένα διαπολιτισμικά σχολεία, τα στοχοθετημένα ως επί το πλείστον στους παλιννοστούντες ομοεθνείς μας και στους τσιγγάνους ημεδαπούς. Η πλειονότητα τους ωστόσο λειτουργεί για την εκπαίδευση μεταναστών, καταδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ανεπάρκεια των κρατικών ενεργειών για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Όσοι δεν χωράνε στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, ας γυρίσουν στη χώρα τους να εκπαιδευτούν σύμφωνα με τα «βαρβαρικά» τους έθιμα.
Δυστυχώς όμως πολλές φορές συμβαίνει τούτο: δεν επιστρέφουν οι ρημαδιασμένοι – και είναι να απορεί κανείς πώς ένα παιδί μεταναστών που γεννήθηκε στην Ελλάδα δε νιώθει κάποια επιθυμία να γυρίσει στην πατρίδα του –το ξαναλέμε, δεν είναι Έλληνας/ Ελληνίδα, έχει το αίμα αλλοδαπών και στην χώρα προέλευσής τους ανήκει. Τουναντίον, πολλοί από αυτούς αρέσκονται στο να κλέβουν και τη δόξα των Ελλήνων παίδων, αριστεύοντας στο σχολείο. Και μετά, υπερήφανοι, καρπωνόμενοι τους αγώνες ενός άλλου λαού για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία, παρελαύνουν κρατώντας την δική μας σημαία. Το 2003 στην Αμαλιάδα, ο Αλβιόν Αρντιάν, ηλικίας 10 ετών, όντας ο ένας εκ των τριών καλύτερων μαθητών της τάξης, κληρώθηκε ως σημαιοφόρος για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Εκεί είναι που ο τοπικός ELλην γονέας βροντοφώναξε περί εθνικής συνείδησης και μνήμης, περί φουστανέλας και απίστων, δικαιώνοντας τα τόσα χρόνια που πέρασε στο σχολείο πάνω από τα βιβλία της εθνικής μας ιστορίας – και υπάρχουν αρκετά αντίστοιχα παραδείγματα, όπως το περιστατικό με τον Οδυσσέα Τσενάι, που δε θα αναλύσουμε προς χάριν χωροχρόνου. Χέρι – χέρι εθνικές επέτειοι, παρελάσεις, μαθήματα ιστορίας θεσμοθετούνται επίσημα για την δημιουργία και εδραίωση αυτής της εθνικής συνείδησης που ως λαός δεν ανεχόμαστε να βλέπουμε σε κάποιον μη εθνικά ομόαιμό μας. Ή απλούστατα, δεν ανεχόμαστε κάποιος αλλοδαπός να απολαμβάνει τις τιμές που θεσπίζει ο κρατικός μηχανισμός.
Ας υποθέσουμε όμως ότι κάποιος μετανάστης φτάνει στο τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (γιατί δεν είναι απίθανο να σταματήσει το σχολείο για να εργαστεί, ή να εργαστεί αφότου το τελειώσει – το είπαμε, είναι της μοδός για τους μετανάστες η εργασία και χαρά) και επιδιώκει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Η εισαγωγή τους γίνεται με ποσόστωση και πανελλήνιες εξετάσεις. Ο σοφός νομοθέτης, ωστόσο, προέβλεψε: μέχρι τα 18 οι μετανάστες υπάγονται στο νομικό καθεστώς των γονέων τους, μετά την ενηλικίωση χρειάζεται μόνοι τους να καλύψουν τις προϋποθέσεις για την άδεια παραμονής τους. Και αν η αντιφατικότητα αυτών των στοιχείων δεν είναι αρκετή για κάποιον διεστραμμένο αναγνώστη, ας προσθέσουμε ότι ναι μεν η εισαγωγή στο ελληνικό πανεπιστήμιο αποτελεί επαρκή λόγο για την άδεια παραμονής, χρειάζεται όμως να καταβληθούν στο ελληνικό πανεπιστήμιο δίδακτρα, μέρος των οποίων καλύπτει τη στέγαση και την αγορά εκπαιδευτικού υλικού. Προϋπόθεση για την απαλλαγή από την καταβολή διδάκτρων αποτελεί η ένδειξη μη επαρκών οικονομικών πόρων, η καλή διαγωγή και η συνέπεια στα φοιτητικά καθήκοντα. Ακριβώς όπως γίνεται, δηλαδή, και με τους Έλληνες φοιτητές που ξεψυχούν καθημερινά στην καντίνα του πανεπιστημίου για το μαθησιακό μεροκάματο.
Γι’ αυτό και δεν θα βρούμε κάποιον αλλοδαπό στην πλευρά του διδάσκοντος σε κάποιο από τα σχολεία μας, εκείνος δεν κατέχει τα κατάλληλα προσόντα να διδάξει στα παιδία μας τις υπέρτατες αξίες του εθνικισμού και της εθνικής υπερηφάνειας. Ο καταμερισμός της εργασίας, ακολουθώντας πάντα τις εθνικιστικές προσταγές, διατηρεί εδώ τις κοινωνικές, φυλετικές και ταξικές του προθέσεις, αναπαράγοντας τις διακρίσεις με ένα απλό σχήμα κύκλου. Οι μετανάστες, έρχονται φτωχοί και πολλές φορές παράνομοι. Οι δυσκολίες που συναντούν για τη νομιμοποίηση και την ευημερία τους είναι τόσες, ώστε για να επιβιώσουν αναγκάζονται να εργαστούν από μικρή ηλικία σε κακοπληρωμένα επαγγέλματα που θα τους εξασφαλίσουν με το ζόρι τα προς το ζην. Χρόνος και πόροι, δικαιοδοσίες και παροχές είναι τόσο λίγες ώστε ως επί το πλείστον αυτό ακολουθείται και από τους απογόνους τους, νομικά χαρακτηριζόμενους μετανάστες και αυτούς. Βέβαια, ας μην αδικήσουμε την πατρίδα μας, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ιθαγένειας προσφέρεται τιμής ένεκεν για το Image της χώρας σε διεθνές επίπεδο (χαρακτηριστική περίπτωση οι πατριώτες Έλληνες Κάχι Καχιασβίλι και Ότο Ρεχάγκελ) – με βάση πάντα το εθνικό συμφέρον και όχι μια αντιρατσιστική αντίληψη.
Διότι είναι τελικώς εθνικό συμφέρον να μην υπάρχουν στο πανεπιστήμιο μετανάστες και να τους βρίσκουμε σε μέρη όπου δε θα απειλούν την πνευματική και κοινωνικοοικονομική ελίτ της χώρας. Είναι εθνικό συμφέρον να βρίσκουμε τους αγαπημένους μας αλλοεθνείς πίσω από τα θρανία και να ελπίζουν, εάν είναι παράνομοι, ότι δε θα ανακαλυφθούν ώστε να επιστραφούν πακεταρισμένοι πίσω στη χώρα τους – κι αν είναι νόμιμοι, ότι θα βρουν εργασία ως βοηθοί υποβοηθών μόλις τελειώσουν τις σπουδές τους. Κι αν η νομοθεσία είναι θολή, δεν θα μπορούσαμε μόνο να κατηγορήσουμε την ολιγωρία του κράτους, όσο ο ελληνικός Λ.α.ό.ς. βρίσκεται στον προμαχώνα των εθνικών αξιών. Άλλωστε, κι αυτός υπέρ της δωρεάν και δημόσιας παιδείας είναι, με μόνο κριτήριο να ρέει το αίμα των προγόνων μας στις φλέβες του φοιτηταριάτου.