Τα τελευταία 3-4 μόλις χρόνια έχουμε παρατηρήσει στο πρόγραμμα σπουδών του (δικού μας) τμήματος αγγλικής γλώσσας & φιλολογίας να αλλάζει η διάρθρωση των ομάδων μαθημάτων με ρυθμούς πολυβόλου (ιδίως στην κατεύθυνση λογοτεχνίας/πολιτισμού). Αναλυτικότερα, είτε μεταφέρονται μαθήματα από τη μία ομάδα στην άλλη, είτε κάποια καταργούνται για να έρθουν άλλα, καινούργια, στη θέση τους. Εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται εδώ κάτι το αξιοπερίεργο, παρά μόνο μία «αδιάφορη» διοικητική ρύθμιση του προγράμματος σπουδών. Στην πράξη όμως, αναδύθηκε μία σειρά ζητημάτων που θίγουν (έμμεσα ή άμεσα) το δημόσιο/δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και παράλληλα ενισχύουν τη γραφειοκρατική, ολιγαρχική οργάνωση του ελληνικού πανεπιστημίου.
Πρώτο θύμα των αλλαγών αυτών στάθηκαν οι επί πτυχίω φοιτήτριες και φοιτητές του τμήματος. Ως γνωστόν, για να αποφοιτήσεις, πρέπει να έχεις περάσει ένα μάθημα επιλογής ανά ομάδα. Μετά τις μετακομίσεις των μαθημάτων όμως, μεγάλο κομμάτι των επί πτυχίω βρέθηκε να έχει περάσει 2 (ή και παραπάνω) μαθήματα απ’ την ίδια ομάδα, ενώ από άλλες που είχε ήδη περάσει σύμφωνα με το παλιό πρόγραμμα, τώρα να χρωστάει τα πάντα. Για παράδειγμα, μπορεί κάποια φοιτήτρια να είχε περάσει ένα μάθημα απ’ τη Β ομάδα και ένα απ’ τη Γ ομάδα, στη συνέχεια το μάθημα της Β να πήδηξε στη Γ, και τώρα να βρέθηκε να χρωστάει ένα παραπάνω μάθημα για πτυχίο απ’ ότι υπολόγιζε… Το χαοτικό αυτό σκηνικό (ειδικά αν σκεφτούμε το άπειρο των συνδυασμών που προέκυψαν για κάθε φοιτητή/τρια), ήρθε να συμπληρώσει μια διπλή καινοτομία ως προς τους όρους που θα εξετάζονται οι επί πτυχίω στα καινούργια μαθήματα του προγράμματος σπουδών. Πρώτον, αν κάποιος επί πτυχίω θελήσει να αποφοιτήσει στην εξεταστική του Φλεβάρη (για να προλάβει να δώσει στον ΑΣΕΠ π.χ.), θα έχει τη δυνατότητα να εξεταστεί στα μαθήματα της προηγούμενης χρονιάς, πριν την αλλαγή του προγράμματος δηλαδή. Αν όμως για οποιονδήποτε λόγο δε θέλει ή, κυρίως, δε μπορεί/προλαβαίνει, θα πρέπει να παρακολουθήσει απ’ την αρχή τα νέα μαθήματα του εαρινού εξαμήνου για την εξεταστική του καλοκαιριού. Δικό του θέμα; Όχι ακριβώς. Υπάρχει μια μικρή διαφορά, η οποία είναι και η δεύτερη πλευρά αυτής της καινοτομίας. Σύμφωνα με απόφαση της συνδιοίκησης του τμήματος, κανείς φοιτητής και καμιά φοιτήτρια επί πτυχίω δε θα δικαιούται βιβλία για τα αλλαγμένα μαθήματα της σχολής. Ο λόγος : «έχουν πάρει ήδη βιβλία για 38 μαθήματα, οπότε ξεχρεώσαμε απέναντί τους. Μπορούν πάντα να τα αγοράσουν ή να τα φωτοτυπήσουν». Η δημιουργικότητα των υπευθύνων για το τμήμα μάς έφερε απέναντι σε δύο ζητήματα τα οποία περιμέναμε να μας έρθουν από αλλού – από το νόμο-πλαίσιο. Κι όμως, μέσω μίας «αθώας» αλλαγής του προγράμματος σπουδών, η φοιτητική ζωή εντατικοποιείται και το κόστος των σπουδών περνάει στη δική μας πλευρά. Απλούστερα: αν δε στρωνόμαστε να περνάμε τα μαθήματα στην ώρα τους (ακόμα κι αν παράλληλα δεσμευόμαστε από άλλες υποχρεώσεις – π.χ. δουλειά), θα ζούμε στην επισφάλεια των συνεχών αλλαγών στο πρόγραμμα και μετά θα ψάχνουμε να αγοράζουμε ή να φωτοτυπούμε τα συγγράματά μας. Και εδώ έρχεται να κολλήσει το θέμα της θέσης και της συμμετοχής μας στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία και τις αποφάσεις που αφορούν το τμήμα. Καταρχάς, ο τρόπος με τον οποίο συμμετέχουμε στην εκπαιδευτική διαδικασία, καλλιεργεί και τη συγκεκριμένη σχέση που αποκτούμε με το αντικείμενο των σπουδών μας. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τη ενεργή διαμόρφωση της πρώτης, τόσο απομακρυνόμαστε και από μια αυθεντική σχέση με το αντικείμενο. Ένας παθητικός και ουδέτερος δέκτης του αμφιθεάτρου δε μπορεί ούτε να κατανοήσει το περιεχόμενο των μαθημάτων του, ούτε και να αναπτύξει τη δική του δημιουργικότητα και κριτική σκέψη. Μπορεί μόνο να αποστηθίσει και να αναπαράξει μηχανικά ό,τι του ζητηθεί, όταν του ζητηθεί. Ενώ όμως το τμήμα του αγγλικού μας προσφέρει τη δυνατότητα, μετά το 2ο έτος, να φτιάξουμε πιο ελεύθερα το πρόγραμμα σπουδών μας μέσω των ομάδων μαθημάτων επιλογής, από την άλλη αλλάζουν συνεχώς τα ίδια τα μαθήματα. Αντί, τελικά, να καταφέρουμε να ορίσουμε ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τις σπουδές μας (κάτι που θα μας επέτρεπε στη συνέχεια να τις επεξεργαστούμε πιο προσεκτικά και, αν τα καταφέρουμε, να τις αμφισβητήσουμε με δημιουργικό τρόπο), αναγκαζόμαστε να προσαρμοστούμε μηχανικά σε ένα περιβάλλον που διαρκώς αλλάζει, πριν προλάβουμε καλά καλά να έρθουμε σε επαφή μαζί του. Όλα τα παραπάνω, πέρα από τη στενή διπλή κατεύθυνση που δείξαμε
Με το παρόν κείμενο θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε την θέση μας για τις συνδιοικήσεις των τμημάτων. Η «συνδιοίκηση» είναι μια διαδικασία στην οποία συμμετέχουν οι καθηγητές κάθε τμήματος μαζί με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των φοιτητών (όπως προκύπτουν από τα εκλογικά αποτελέσματα) και στην οποία συζητούνται και λαμβάνονται αποφάσεις για την λειτουργία του κάθε τμήματος. Για την ιστορία, η δημιουργία της συνδιοίκησης θεσμοθετήθηκε με τον νόμο-πλαίσιο (ν.1268) το 1982.
Όσο κι αν για εκείνη την εποχή η ρύθμιση που προέβλεπε τη φοιτητική συμμετοχή στα όργανα διαχείρισης του πανεπιστημίου θεωρήθηκε ένα πιο προοδευτικό βήμα, για μας η λειτουργία της συνδιοίκησης συμπυκνώνει αξίες τις οποίες αντιπαλεύουμε, όπως η ιδέα της αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης στους ειδικούς, η αδιαφορία για τα κοινά και η ιεραρχία. Εξηγούμαστε, πιο συγκεκριμένα: η συνδιοίκηση εμπεδώνει τον κυρίαρχο διαχωρισμό μεταξύ, απ’ τη μία, των πάσης φύσεως ειδικών (πρυτάνεις, καθηγητές και εκλεγμένοι παραταξιακοί) που αποφασίζουν για όλα και, από την άλλη, της «αδαούς μάζας» (πλειοψηφία φοιτητών και φοιτητριών, εργαζομένων κ.λπ.) η οποία παραμένει στον ρόλο του παθητικού αποδέκτη. Αλλά ας μην παραπονιόμαστε. Το ότι άλλοι αποφασίζουν για μας, χωρίς εμάς «πατάει σε μια ήδη διαμορφωμένη συνθήκη». Δηλαδή, όσο εμείς οι ίδιες και οι ίδιοι δεν ενδιαφερόμαστε να διαμορφώσουμε τις συνθήκες ύπαρξής μας μέσα στο πανεπιστήμιο, τόσο θα «αλωνίζουν» οι καθηγητές κι οι μεγαλοσυνδικαλιστές.
Για μας, η λειτουργία της συνδιοίκησης δεν έχει μόνο χαρακτήρα τεχνικό (αποφάσεις για συγγράμματα, πρόγραμμα σπουδών κ.λπ.) αλλά βαθιά πολιτικό. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, μάλιστα, οι νέες διατάξεις του νόμου-πλαισίου (μείωση δωρεάν συγγραμμάτων, εφαρμογή 4ετούς οικονομικού προγραμματισμού, εισαγωγή managers στις σχολές κ.λπ.) περνούν στα τμήματα ακριβώς μέσω των συνδιοικήσεων. Παράλληλα θεωρούμε ότι η κριτική μας στις συνδιοίκησεις συμβαδίζει με την εναντίωσή μας στην γραφειοκρατική-ιεραρχική οργάνωση του πανεπιστημίου, όπως αυτή εκφράζεται επίσης μέσω των εκλογών και των διοικητικών συμβουλίων. Είναι πεποίθησή μας ότι πρέπει να αντιλαμβανόμαστε το πανεπιστήμιο ως μια «κοινότητα» (αποτελούμενη από τους καθηγητές, τις καθηγήτριες κι εμάς, τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, όπως επίσης κι απ’ τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες) η οποία οφείλει να αποφασίζει συλλογικά για όλα τα ζητήματα που την αφορούν, καθώς και για την ίδια τη λειτουργία κάθε σχολής. Πρέπει να χτυπηθεί η κυρίαρχη αντίληψη του φοιτητοκεντρισμού, η οποία εκφράζεται μέσω της τάσης να μην ασχολούμαστε με τίποτε άλλο πέραν του πτυχίου μας και να αδιαφορούμε για οτιδήποτε ξεπερνά τα ζητήματα στενά φοιτητικού ενδιαφέροντος (όπως, π.χ., τα προβλήματα των εργαζομένων στις σχολές). Καθώς πιστεύουμε ότι για όλα τα θέματα που μας αφορούν (από την εξεταστική μέχρι τις συνθήκες δουλειάς των εργαζομένων στη σχολή) πρέπει να αποφασίζουμε όλοι και όλες μαζί, προτείνουμε την δημιουργία ΚΟΙΝΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ διδασκόντων-ουσών, φοιτητών-τριών και εργαζομένων, με ισότητα λόγου και ψήφου για όλες και όλους. Η συγκεκριμένη συνέλευση θα παίρνει όλες τις αποφάσεις για τα θέματα που αφορούν το κάθε τμήμα. Όσο ουτοπικό φαντάζει να αποφασίζουν 15000 άτομα για την λειτουργία της Φιλοσοφικής, τόσο εμείς θα επιδιώκουμε την κατάργηση των συνδιοικήσεων, των εκλογών και των διοικητικών συμβουλίων, κινούμενοι στην κατεύθυνση του ριζικού μετασχηματισμού της οργάνωσης του πανεπιστημίου και προπαγανδίζοντας τη λειτουργία του στην βάση της ισότητας, των γενικών συνελεύσεων και της άμεσης δημοκρατίας.
Ψηφίστηκε στη Βουλή ο νέος νόμος σύμφωνα με τον οποίο τα περίφημα «ΚΕΣ» («Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών») θα δίνουν πτυχία ισότιμα με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων. Ως φοιτητές πρέπει να αντιτεθούμε σ’ αυτή τη εξέλιξη, καθώς συνιστά έμμεση μορφή απαξίωσης και υποτίμησης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Με αυτό τον τρόπο εντάσσεται στο γενικότερο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης. Η ματαίωση της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, υπό την πίεση του φοιτητικού κινήματος του 2006-07, ανάγκασε το Υπουργείο να ακολουθήσει έμμεσους τρόπους προώθησης της ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο νόμος για τα ΚΕΣ είναι ένας απ’ αυτούς τους τρόπους. Η σχετική κοινοτική οδηγία εντάσσεται στη γενικότερη πολιτική που ακολουθούν οι κυβερνήσεις τα τελευταία 30 χρόνια, περικόπτοντας τις κοινωνικές δαπάνες του κράτους και ιδιωτικοποιώντας τομείς κοινής ωφέλειας όπως η παιδεία και η υγεία.
Αυτό που έχει σημασία είναι να ξεκαθαρίσουμε τη θέση υπό την οποία είμαστε αντίθετοι στο νόμο για τα ΚΕΣ. Είμαστε αντίθετοι, όπως είπαμε, επειδή θεωρούμε ότι γίνεται προσπάθεια για να απαξιωθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο, καθώς τα πτυχία του θα έχουν πλέον την ίδια αξία με τα πτυχία των ιδιωτικών ΚΕΣ. Μέχρι εδώ καλά: όλοι θα συμφωνήσουν μ’ αυτό. Αν δούμε όμως τι λένε πολλές από τις φοιτητικές παρατάξεις που αντιστέκονται στο νόμο, θα εντοπίσουμε ορισμένες προβληματικές απόψεις, οι οποίες πρέπει να χτυπηθούν. Εχθρός μας δεν είναι οι σπουδαστές των ΚΕΣ, αλλά το Υπουργείο. Στο νόμο για τα ΚΕΣ πολεμάμε ένα επιπλέον βήμα προς την απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου∙ δεν είμαστε αντίθετοι, επειδή «φοβόμαστε» ότι «απειλούνται τα πτυχία μας». Θεωρούμε απαράδεκτη αυτή τη θέση, καθώς πιστεύουμε ότι προκύπτει απ’ το φοιτητοκεντρισμό που διακρίνει το σύνολο σχεδόν των καθεστωτικών και μη παρατάξεων. Φοιτητοκεντρισμός σημαίνει να μη μας ενδιαφέρει τίποτε άλλο πέρα από τα συμφέροντα του κλάδου μας (ως φοιτητών), τίποτε περισσότερο από την προστασία της αξίας του πτυχίου μας. Πρόκειται για μια λογική συντεχνιακή, η οποία εκμεταλλεύεται τα προνόμιά της, με σκοπό να διατηρήσει την ανώτερη κοινωνική της θέση. Όπως είναι γνωστό, από τα ΚΕΣ θα βγαίνουν εργαζόμενοι β’ κατηγορίας, τα «κατακάθια» του συστήματος που δε μπόρεσαν να πετύχουν στις πανελλήνιες εξετάσεις κι έτσι κατέληξαν στα ΚΕΣ. Αν κάποιος δε μπορεί να πληρώσει τα φροντιστήρια ή τα ιδιαίτερα μαθήματα κατά τη διάρκεια της Β’ και Γ’ Λυκείου ή αν, σε περίπτωση που αποτύχει στις πανελλήνιες, δεν έχει λεφτά για να πάει σε κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πάει στα ΚΕΣ. Το μέτρο για την προσθήκη της βάσης του 10 ως κριτηρίου εισαγωγής στα ΑΕΙ εντάσσεται στην ίδια λογική. Έτσι αναπαράγεται η ταξική δομή της εκπαίδευσης. Σ’ αυτήν ακριβώς την ταξική δομή στηρίζονται οι φοιτητοσυνδικαλιστές, όταν επικαλούνται το χυδαίο επιχείρημα ότι «τα ΚΕΣ θα μας πάρουν τις δουλειές». Εκμεταλλεύονται την ανώτερη ταξική τους θέση και χρησιμοποιούν τις επικλήσεις στο «δημόσιο» χαρακτήρα του πανεπιστημίου, προκειμένου να την προφυλάξουν.
Αυτή η φοιτητοκεντρική και συντεχνιακή αντίληψη προκύπτει από τη γενικότερη εικόνα που υπάρχει για το πανεπιστήμιο μέσα στην ελληνική κοινωνία. Για το μέσο Έλληνα φοιτητή το πανεπιστήμιο είναι ένα μέσο για την εξασφάλιση ενός «δυνατού» πτυχίου, το οποίο θα του επιτρέψει να βρει μια καλή δουλειά. Το πανεπιστήμιο δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα εργαλείο εύρεσης εργασίας. Λογικό είναι ότι, από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε τη φοιτητική μας ιδιότητα μ’ έναν τέτοιο τρόπο, θα θεωρούμε «εχθρούς» και «ανταγωνιστές» τους σπουδαστές οποιουδήποτε άλλου ιδρύματος θα μπορεί να προσφέρει ανάλογου είδους πτυχία. Είναι αυτονόητο, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, ότι θεωρούμε λανθασμένη κάθε προσπάθεια να γίνει ο νόμος για τα ΚΕΣ αφορμή για το ξέσπασμα ενός νέου κινήματος, καθώς δεν είναι αυτές οι αξίες που θα θέλαμε να εμπνέουν ένα τέτοιο κίνημα
C’ est Ελευθεριακή Παρέμβαση Φιλοσοφικής epafi72.blogspot.com