Την τελευταία περίοδο, από το φθινόπωρο του 2009, μέσα από συζητήσεις, προκυρήξεις, εκτενέστερα κείμενα και αφίσες, προσπαθήσαμε να καταδείξουμε διάφορες όψεις του αποκλεισμού των μεταναστών από την κοινωνική ζωή γενικά και την εκπαίδευση ειδικότερα. Η απόφασή μας να ασχοληθούμε με τη θέση των μεταναστών στην εκπαίδευση και να συγγράψουμε τη συγκεκριμένη μπροσούρα είναι επομένως κομμάτι της γενικότερης πολιτικής μας ενασχόλησης με τη μετανάστευση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Απορρέει όμως και από τη βιωμένη εμπειρία μας μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους · αφενός δεν βλέπαμε και δεν βλέπουμε μετανάστες στο ελληνικό πανεπιστήμιο, αφετέρου δεν συναντούσαμε και δεν συναντούμε πολιτικό λόγο πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Αυτό σημαίνει ότι ο αποκλεισμός τους από το πανεπιστήμιο συμπληρώνει τον απόκλεισμό τους από όλες τις υπόλοιπες πλευρές της κοινωνικής ζωής, και, κυρίως, συντελεί στην εκμετάλλευση και καταπίεσή τους. Ξεκινώντας από αυτές τις πρώτες παρατηρήσεις, προσπαθούμε να δείξουμε με ποιον τρόπο το πανεπιστήμιο εντάσσεται στον κύκλο παρανομίας και νομιμότητας τον οποίο βιώνει κάθε μετανάστης και μετανάστρια από τη στιγμή που έρχεται ή γεννιέται στη χώρα.
Ένα μόλις μήνα μετά την ανακοίνωση των μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και παρά τις προσπάθειες να μας πείσουν ότι τα μέτρα αυτά θα επαρκούσαν για την ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς εξωτερική «χείρα βοηθείας» βρισκόμαστε λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση της προσφυγής της χώρας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η πρωθυπουργική εξαγγελία από το εξωτικό Καστελόριζο βασίστηκε πάνω στο γελοίο επιχείρημα της εθνικής ενότητας, η ύπαρξη της οποίας προϋποθέτει έναν «εξωτερικό» εχθρό. Αν μέχρι τώρα ο εχθρός αυτός ονομάζονταν «Μέρκελ», «κερδοσκόποι» «διεθνείς αγορές» κ.ο.κ από εδώ και μπρός θα ονομάζεται Δ.Ν.Τ. Το οποίο σαν οργανισμός μπορεί να υποστηρίξει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο το ρόλο του αναγκαίου κακού.
Είναι ο τέλειος εξωτερικός εχθρός (όντας γνωστός από τις καταστροφικές παρεμβάσεις του στις οικονομίες άλλων χωρών) που θα αναλάβει αντί για την ντόπια εξουσία να υποδείξει το τί πρέπει να γίνει προς την κατεύθυνση της «εξυγείανσης» των οικονομικών μας. Γιατί από τη πλευρά του Πα.Σο.Κ θα είναι το άλλοθι – εξάλλου ήδη ο ίδιος ο πρωθυπουργός συνυπέγραψε σε δήλωσή του τα συνθήματα ενάντια στο Δ.Ν.Τ- ενώ από τη πλευρά της αριστεράς θα είναι ο ιμπεριαλιστικός εχθρός της «πατρίδας» βλέπε δηλώσεις Παπαρήγα για το τί είναι «πατριωτισμός» σε καιρούς οικονομικής κρίσης.
Είναι προφανές ότι τα πράγματα είναι δύσκολα και ότι πέρα από τα φορολογικά μέτρα πλέον έχουμε περάσει σε κατά μέτωπο επίθεση προς τα εργασιακά δικαιώματα διάφορων κλάδων. Στήνεται ένα σκηνικό με απολύσεις , περικοπές , κατάργηση συλλογικών συμβάσεων κ.ο.κ που πλήττουν τους εργαζόμενους /-ες. Το πρόβλημα είναι όταν οι τελευταίοι αποδέχονται και στηρίζουν τις θέσεις της επίσημης εξουσίας περί αναγκαίων μέτρων ή φαντασιώνονται πως αγωνίζονται αν ζητήσουν την απομάκρυνση του Δ.Ν.Τ από τη χώρα, παραβλέποντας ότι και πριν την προσφυγή σε αυτό τους ζητούσαν να αποδεχθούν τα ίδια μέτρα. Αυτή τη φορά τα ντόπια αφεντικά απλώς κρύβονται πίσω από το προπέτασμα του Δ.Ν.Τ. και καλλούμαστε να ενωθούμε εθνικά είτε για να «νοικοκυρέψουμε» τα του οίκου μας, είτε για να διώξουμε τον εξωτερικό εχθρό. Στην ουσία όμως ο εχθρός δεν είναι εξωτερικός , δεν είναι οι «κακοί» ξένοι που ευθύνονται για όσα θα μας συμβούν αλλά ο εχθρός είναι εσωτερικός και τον συναντάμε καθημερινά στους χώρους εργασίας , στη καθημερινή εκμετάλλευση και καταπίεση . Τα ντόπια αφεντικά υπήρχαν και πριν τη κρίση και είναι αυτά που βρίσκουμε και θα βρίσκουμε μπροστά μας.
Αν θέλουμε ως φοιτήτριες/-τες να μιλάμε για εργατικούς αγώνες και συνεύρεση εργατών – φοιτητών ας κοιτάξουμε γύρω μας , στον ίδιο τον κοινωνικό μας χώρο. Αντί να μιλάμε γενικά για κοινό μέτωπο και κοινούς αγώνες στο δρόμο – βλέπε Πρωτομαγιά – χωρίς ουσιαστικά να έχουμε άμεση σχέση με την εργασιακή πραγματικότητα θα πρέπει να εστιάσουμε στον πιο κοντινό σε μας εργασιακό χώρο, το Πανεπιστήμιο. Με μια πρώτη ματιά θα δει κανείς μέσα στους χώρους της σχολής εργαζόμενους/-ες στη καθαριότητα , στα κυλικεία , στο εστιατόριο και τα σπουδαστήρια να δουλεύουν με τους χειρότερους όρους όπως επισφαλή , μαύρη ή ανασφάλιστη εργασία κλπ. Ακόμη και εμείς οι φοιτητές και οι φοιτήτριες αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε είτε σε έρευνες μεταπτυχιακών και διδακτορικών προγραμμάτων, είτε σε πρακτικές ασκήσεις καλύπτοντας διδακτικές ώρες σε σχολεία , είτε σε αρχαιολογικές ανασκαφές , επιτηρήσεις σε εξεταστικές κ.ο.κ. χωρίς να πληρωνόμαστε .
Κλείνοντας θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν αρκεί να βγάζουμε πομπώδεις λόγους για σύμπλευση εργατών – φοιτητών , ούτε να έχουμε κατα νου μεγαλεπίβολα σχήματα οργάνωσης σε κεντρικό επίπεδο. Δηλαδή μια κοινή πορεία στο κέντρο της Αθήνας, κάτω από ένα φαινομενικά κοινό όνομα δεν δημιουργεί αυτομάτως ενιαίο μέτωπο απέναντι στα αφεντικά. Θα πρέπει να δημιουργηθούν από τη βάση και από τα κάτω κοινές δράσεις , όπου στην περίπτωση της Φιλοσοφικής μεταφράζεται στην οικοδόμηση σχέσεων αλληλεγγύης , την επικοινωνία και την δημιουργία κοινών εμπειριών μεταξύ φοιτητών και εργαζομένων, ώστε να αμυνθούν μαζί στις αυθαιρεσίες των αφεντικών.
Την τελευταία περίοδο, από το φθινόπωρο του 2009, μέσα από συζητήσεις, προκυρήξεις, εκτενέστερα κείμενα και αφίσες, προσπαθήσαμε να καταδείξουμε διάφορες όψεις του αποκλεισμού των μεταναστών από την κοινωνική ζωή γενικά και την εκπαίδευση ειδικότερα. Η απόφασή μας να ασχοληθούμε με τη θέση των μεταναστών στην εκπαίδευση και να συγγράψουμε τη συγκεκριμένη μπροσούρα είναι επομένως κομμάτι της γενικότερης πολιτικής μας ενασχόλησης με τη μετανάστευση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Απορρέει όμως και από τη βιωμένη εμπειρία μας μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους · αφενός δεν βλέπαμε και δεν βλέπουμε μετανάστες στο ελληνικό πανεπιστήμιο, αφετέρου δεν συναντούσαμε και δεν συναντούμε πολιτικό λόγο πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Αυτό σημαίνει ότι ο αποκλεισμός τους από το πανεπιστήμιο συμπληρώνει τον απόκλεισμό τους από όλες τις υπόλοιπες πλευρές της κοινωνικής ζωής, και, κυρίως, συντελεί στην εκμετάλλευση και καταπίεσή τους. Ξεκινώντας από αυτές τις πρώτες παρατηρήσεις, προσπαθούμε να δείξουμε με ποιον τρόπο το πανεπιστήμιο εντάσσεται στον κύκλο παρανομίας και νομιμότητας τον οποίο βιώνει κάθε μετανάστης και μετανάστρια από τη στιγμή που έρχεται ή γεννιέται στη χώρα.
Αθήνα, άνοιξη 2010*
*Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου γράφτηκε πριν την κατάθεση του νέου νομοσχεδίου για την ιθαγένεια και την ακόλουθη συζήτηση γύρω απ' αυτό. Παρόλα αυτά θεωρούμε ότι το εν λόγω νομοσχέδιο δεν αγγίζει ούτε την κατάσταση που περιγράφουμε ούτε τον τρόπο που την προσεγγίζουμε. Συνεπώς δε θεωρήσαμε κρίσιμη κάποια αναφορά, προσθήκη ή διόρθωση.
Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί τη σκληρότητα ή την αδικία των πρόσφατων μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης. Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί ότι κράτος και κεφάλαιο βγαίνουν επιθετικά προς τα εισοδήματα και το υπάρχον βιοτικό επίπεδο. Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί ότι θα ήθελαν με πρόφαση το δημόσιο τομέα να προεκτείνουν τα μέτρα στο σύνολο των εργαζομένων. Σε κανέναν και καμία όμως δεν επιτρέπεται να αγνοήσει το γεγονός ότι αυτοί που θα πληγούν πρώτα και περισσότερο είναι αυτοί που βρίσ κονταν ήδη στον πάτο του κοινωνικού βαρελιού, οι μετανάστες και μετανάστριες εργάτες/τριες, οι χαμηλόμισθες και χαμηλοσυνταξιούχοι, όλοι οι χειρωνακτικά εργαζόμενοι/ες. Αυτοί στων οποίων τις πλάτες χτίζονταν οι περίοδοι της κοινωνικής ευμάρειας, της οικονομικής ανάπτυξης και της καταναλωτικής πανούκλας, και ήταν ούτως ή άλλως αποκλεισμένοι απ’ το μοίρασμα της πίτας. Το πάγωμα των μισθών/συντάξεων, η αύξηση του φπα, η περικοπές 13ου και 14ου μισθού δε μπορούν ούτε να εξυγειάνουν κάτι ούτε να αποκρύψουν την εξής απλή αλήθεια: ότι τα μέτρα θα φροντίσουν έτσι ώστε όποιος ήταν χαμηλά να πέσει ακόμα χαμηλότερα.
Οι υπόλοιποι, «προνομιούχοι», «μικρομεσαίοι», πρώην βολεμένοι είναι αυτοί που κατεξοχήν καλούνται σε κοινωνική συναίνεση για το καλό του τόπου. Ποιο είναι το καλό του τόπου (και του έθνους βέβαια); Να κάνουμε όλοι και όλες λίγο πίσω ώστε να βγει η ελλάδα από την κρίση μέσα απ’ το δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικότητας. Η κοινωνική και εθνική συναίνεση όμως ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει στα συγκεκριμένα μέτρα. Έχει ένα βρώμικο «πριν» και ένα εξίσου βρώμικο «μετά». Για να μπορέσουν οι κυρίαρχοι να ζητήσουν τη συναίνεση σ’ αυτά τα μέτρα, έπρεπε να έχουν δεδομένη τη συναίνεση όλων των προηγούμενων δεκαετιών που διαμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία. Τη συναίνεση στην άγρια εκμετάλλευση μεταναστριών/των και εργατών, το ρουσφέτι και τις πελατειακές σχέσεις, τη νεοελληνική γκλαμουριά και τις συντεχνίες, την αναζήτηση της ευτυχίας (και τη χρέωση) στα δάνεια και τις κάρτες, τη συναίνεση που έχτισε την «ισχυρή ελλάδα» των ολυμπιακών αγώνων, την ελλάδα που έκανε κουμάντο στα. βαλκάνια και είχε κύρος μεταξύ των «ευρωπαίων εταίρων». Απ’ την άλλη, το «μετά» αυτής της υπόθεσης είναι ότι όλοι όσοι ήταν μέρος αυτής της συναίνεσης (και οι περισσότεροι ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό), καλούνται να δώσουν κάτι πίσω στα αφεντικά, ώστε να τους επιστραφεί αργότερα, όταν με το καλό βγούμε απ’ την κρίση και επιστρέψει η χώρα σε τροχιά ομαλότητας και ανάπτυξης. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, αλλά η βασική προσδοκία φαίνεται να είναι η επιστροφή στην παλιά, «καλή» πραγματικότητα.
Τώρα όμως, δεν είμαστε αδύναμοι επειδή είμαστε διαιρεμένοι, αλλά αντίθετα είμαστε διαιρεμένοι ακριβώς επειδή είμαστε αδύναμοι. Βρισκόμαστε σε τόσο δυσχερείς θέσεις άμυνας επειδή εδώ και τόσες δεκαετίες αφήσαμε να εμπορευματοποιηθεί κάθε κοινωνική δραστηριότητα και ο καθένας προσπαθούσε να βολέψει τον εαυτό του ή το πολύ-πολύ τη συντεχνία του• και μάλιστα όχι στους δρόμους, αλλά με ρουσφέτια σε πολιτικά γραφεία. Οι κοινωνικοί αγώνες που γνωρίσαμε είτε ήταν αμυντικοί είτε έσβησαν απομονωμένοι, ενώ η κοινωνική πλειονότητα έμενε βουλιαγμένη στην απάθεια και τη συντεχνιακότητα.
Δε μας ενδιαφέρει να δώσουμε συμβουλές, αριστερές ή δεξιές, στα αφεντικά για το σχέδιο εξόδου απ’ την κρίση. Ούτε κομματικά/συνδικαλιστικά μαγαζιά έχουμε, ούτε μας ενδιαφέρει ένα εκ νέου «βόλεμα». Θέλουμε να σκεφτούμε και να δράσουμε από κοινού ενάντια στους ίδιους τους όρους της καταπίεσης. Θέλουμε να βρεθούμε στους δρόμους μαζί με όλες και όλους τους εργαζόμενους, τους μετανάστες, τους καταπιεσμένους, έξω από γραφειοκρατίες και κόμματα, ώστε να ανακαλύψουμε την κοινωνική αλληλεγγύη των από κάτω, και να βρούμε την ενότητα όχι στην πατρίδα ή στο χρήμα, αλλά στις κοινές επιθυμίες που υπονοούν έναν κόσμο χωρίς αφεντικά και δούλους.