Category Archives: ΓΕΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Μπροσούρα για τους Μετανάστες και την εκπαίδευση

Μετανάστες στην Εκπαιδευση, απο την παρανομία στο πανεπιστήμιο και πάλι πίσω.

Την τελευταία περίοδο, από το φθινόπωρο του 2009, μέσα από συζητήσεις, προκυρήξεις, εκτενέστερα κείμενα και αφίσες, προσπαθήσαμε να καταδείξουμε διάφορες όψεις του αποκλεισμού των μεταναστών από την κοινωνική ζωή γενικά και την  εκπαίδευση ειδικότερα. Η απόφασή μας να ασχοληθούμε με τη θέση των μεταναστών στην εκπαίδευση και να συγγράψουμε τη συγκεκριμένη μπροσούρα είναι επομένως κομμάτι της γενικότερης πολιτικής μας ενασχόλησης με τη μετανάστευση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Απορρέει όμως και από τη βιωμένη εμπειρία μας μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους · αφενός δεν βλέπαμε και δεν βλέπουμε μετανάστες στο ελληνικό πανεπιστήμιο, αφετέρου δεν συναντούσαμε και δεν συναντούμε πολιτικό λόγο πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Αυτό σημαίνει ότι ο αποκλεισμός τους από το πανεπιστήμιο συμπληρώνει τον απόκλεισμό τους από όλες τις υπόλοιπες πλευρές της κοινωνικής ζωής, και, κυρίως, συντελεί στην εκμετάλλευση και καταπίεσή τους. Ξεκινώντας από αυτές τις πρώτες παρατηρήσεις, προσπαθούμε να δείξουμε με ποιον τρόπο το πανεπιστήμιο εντάσσεται στον κύκλο παρανομίας και νομιμότητας τον οποίο βιώνει κάθε μετανάστης και μετανάστρια από τη στιγμή που έρχεται ή γεννιέται στη χώρα.

Αθήνα, άνοιξη 2010*

 

*Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου γράφτηκε πριν την κατάθεση του νέου νομοσχεδίου για την  ιθαγένεια και την ακόλουθη συζήτηση γύρω απ' αυτό. Παρόλα αυτά θεωρούμε ότι το εν λόγω νομοσχέδιο δεν αγγίζει ούτε την κατάσταση που περιγράφουμε ούτε τον τρόπο που την προσεγγίζουμε. Συνεπώς δε θεωρήσαμε κρίσιμη κάποια αναφορά, προσθήκη ή διόρθωση.

[scribd id=30739526 key=key-keyfcyy6e3sil9lvde2 mode=list]

Ή ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ Ή ΒΟΥΛΙΑΖΟΥΜΕ

*από τον περιοδικό ανθελληνικό τύπο το είδαμε και μας άρεσε

Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί τη σκληρότητα ή την αδικία των πρόσφατων μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης. Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί ότι κράτος και κεφάλαιο βγαίνουν επιθετικά προς τα εισοδήματα και το υπάρχον βιοτικό επίπεδο. Κανείς και καμία δε μπορεί να αρνηθεί ότι θα ήθελαν με πρόφαση το δημόσιο τομέα να προεκτείνουν τα μέτρα στο σύνολο των εργαζομένων. Σε κανέναν και καμία όμως δεν επιτρέπεται να αγνοήσει το γεγονός ότι αυτοί που θα πληγούν πρώτα και περισσότερο είναι αυτοί που βρίσ κονταν ήδη στον πάτο του κοινωνικού βαρελιού, οι μετανάστες και μετανάστριες εργάτες/τριες, οι χαμηλόμισθες και χαμηλοσυνταξιούχοι, όλοι οι χειρωνακτικά εργαζόμενοι/ες. Αυτοί στων οποίων τις πλάτες χτίζονταν οι περίοδοι της κοινωνικής ευμάρειας, της οικονομικής ανάπτυξης και της καταναλωτικής πανούκλας, και ήταν ούτως ή άλλως αποκλεισμένοι απ’ το μοίρασμα της πίτας. Το πάγωμα των μισθών/συντάξεων, η αύξηση του φπα, η περικοπές 13ου και 14ου μισθού δε μπορούν ούτε να εξυγειάνουν κάτι ούτε να αποκρύψουν την εξής απλή αλήθεια: ότι τα μέτρα θα φροντίσουν έτσι ώστε όποιος ήταν χαμηλά να πέσει ακόμα χαμηλότερα.

Οι υπόλοιποι, «προνομιούχοι», «μικρομεσαίοι», πρώην βολεμένοι είναι αυτοί που κατεξοχήν καλούνται σε κοινωνική συναίνεση για το καλό του τόπου. Ποιο είναι το καλό του τόπου (και του έθνους βέβαια); Να κάνουμε όλοι και όλες λίγο πίσω ώστε να βγει η ελλάδα από την κρίση μέσα απ’ το δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικότητας. Η κοινωνική και εθνική συναίνεση όμως ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει στα συγκεκριμένα μέτρα. Έχει ένα βρώμικο «πριν» και ένα εξίσου βρώμικο «μετά». Για να μπορέσουν οι κυρίαρχοι να ζητήσουν τη συναίνεση σ’ αυτά τα μέτρα, έπρεπε να έχουν δεδομένη τη συναίνεση όλων των προηγούμενων δεκαετιών που διαμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία. Τη συναίνεση στην άγρια εκμετάλλευση μεταναστριών/των και εργατών, το ρουσφέτι και τις πελατειακές σχέσεις, τη νεοελληνική γκλαμουριά και τις συντεχνίες, την αναζήτηση της ευτυχίας (και τη χρέωση) στα δάνεια και τις κάρτες, τη συναίνεση που έχτισε την «ισχυρή ελλάδα» των ολυμπιακών αγώνων, την ελλάδα που έκανε κουμάντο στα. βαλκάνια και είχε κύρος μεταξύ των «ευρωπαίων εταίρων». Απ’ την άλλη, το «μετά» αυτής της υπόθεσης είναι ότι όλοι όσοι ήταν μέρος αυτής της συναίνεσης (και οι περισσότεροι ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό), καλούνται να δώσουν κάτι πίσω στα αφεντικά, ώστε να τους επιστραφεί αργότερα, όταν με το καλό βγούμε απ’ την κρίση και επιστρέψει η χώρα σε τροχιά ομαλότητας και ανάπτυξης. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, αλλά η βασική προσδοκία φαίνεται να είναι η επιστροφή στην παλιά, «καλή» πραγματικότητα.

Τώρα όμως, δεν είμαστε αδύναμοι επειδή είμαστε διαιρεμένοι, αλλά αντίθετα είμαστε διαιρεμένοι ακριβώς επειδή είμαστε αδύναμοι. Βρισκόμαστε σε τόσο δυσχερείς θέσεις άμυνας επειδή εδώ και τόσες δεκαετίες αφήσαμε να εμπορευματοποιηθεί κάθε κοινωνική δραστηριότητα και ο καθένας προσπαθούσε να βολέψει τον εαυτό του ή το πολύ-πολύ τη συντεχνία του• και μάλιστα όχι στους δρόμους, αλλά με ρουσφέτια σε πολιτικά γραφεία. Οι κοινωνικοί αγώνες που γνωρίσαμε είτε ήταν αμυντικοί είτε έσβησαν απομονωμένοι, ενώ η κοινωνική πλειονότητα έμενε βουλιαγμένη στην απάθεια και τη συντεχνιακότητα.

Δε μας ενδιαφέρει να δώσουμε συμβουλές, αριστερές ή δεξιές, στα αφεντικά για το σχέδιο εξόδου απ’ την κρίση. Ούτε κομματικά/συνδικαλιστικά μαγαζιά έχουμε, ούτε μας ενδιαφέρει ένα εκ νέου «βόλεμα». Θέλουμε να σκεφτούμε και να δράσουμε από κοινού ενάντια στους ίδιους τους όρους της καταπίεσης. Θέλουμε να βρεθούμε στους δρόμους μαζί με όλες και όλους τους εργαζόμενους, τους μετανάστες, τους καταπιεσμένους, έξω από γραφειοκρατίες και κόμματα, ώστε να ανακαλύψουμε την κοινωνική αλληλεγγύη των από κάτω, και να βρούμε την ενότητα όχι στην πατρίδα ή στο χρήμα, αλλά στις κοινές επιθυμίες που υπονοούν έναν κόσμο χωρίς αφεντικά και δούλους.


Μέσα οι ξένοι (και στην εκπαίδευση).

Ελλήνων διέγερσις: Μετανάστη ζούμε με πτυχίο να σε δούμε

Είναι ευρέως αποδεκτό: το πανεπιστήμιο αποτελεί ένα θεσμό προοδευτικό. Ελεύθερη διακίνηση γνώσης και απόψεων, ευρεία κοινωνικοποίηση, δυνατότητα πολιτικοποίησης και συμμετοχής στα κοινά του πανεπιστημιακού χώρου, επαναστατικές ιδέες και κινητοποιήσεις για την άσκηση πίεσης στους ιθύνοντες. Κοντά σε όλα αυτά, διάφοροι χαρακτηρισμοί δίνονται αντίστοιχα για το φοιτητικό σώμα: είμαστε το μέλλον, είμαστε το πλέον ρηξικέλευθο κομμάτι της κοινωνίας, είμαστε οι φορείς της αλλαγής (ας ανατρέξει κανείς στον πολιτικό λόγο των κομματικών παρατάξεων για περαιτέρω πληροφόρηση). Κοινωνοί μιας γνώσης ανωτάτου (!) επιπέδου, ανοιγόμαστε στον κόσμο διευρύνοντας τους πνευματικούς μας ορίζοντες. Εμείς, οι Έλληνες φοιτητές. Γιατί αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά σε έναν πανεπιστημιακό χώρο, δε θα δυσκολευτεί να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η πολυπόρθητη γνώση έχει προστατευτεί από τους αλλοδαπούς κοινωνικά και νομοθετικά.

Η ζωή ενός μποέμ

Αυτή η διαπίστωση βεβαίως δεν εκπλήσσει κανέναν, ακριβώς επειδή επισημαίνει κάτι αυτονόητο και όλοι γνωρίζουν λίγο-πολύ πως η εκπαίδευση, καίτοι λιγότερο από το παρελθόν, παραμένει στοιχειωδώς ταξική. Tι γίνεται επομένως με τον αλλοδαπό φίλο μας; η ερώτηση είναι ρητορική. Οι αλλοδαποί συρρέουν κατά ορδές στην Ελλάδα και λέγεται πως δεν έχουμε τη δυνατότητα να τους αντέξουμε ως χώρα. Ήδη ένας ολόκληρος λαός φωνάζει οργισμένος ότι οι μετανάστες του παίρνει τις δουλειές – δουλειές βεβαίως τις οποίες θεωρεί υποβαθμισμένες και θα αναθέσει στους κοινωνικοοικονομικά κατώτερους. Εάν όμως επετρέπονταν στους μετανάστες ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και την μόρφωση; Πώς θα αντιδρούσαν οι ημεδαποί φοιτητές, όταν θα αισθάνονταν τους αλλοδαπούς να απειλούν τη δική τους είσοδο στο πανεπιστήμιο, τη δική τους αγορά εργασίας; θα άξιζε διερεύνησης. Μέχρι τότε μπορούμε τουλάχιστον να συνεχίζουμε να διαλαλούμε τον αντιρατσισμό και την προοδευτικότητά μας, όσο η κοινή γνώμη θέλει τον αλλοδαπό φίλο της εργάτη. Φτηνά, κακοπληρωμένα και ανασφάλιστα εργατικά χέρια για κάθε εργασία, που παραπαίουν μεταξύ μιας πράσινης κάρτας, μιας ρόζ κάρτας και της παρανομίας οι μετανάστες. Φτωχοί σε μια ξένη χώρα, αλλά στερημένοι ίσων πολιτικών και εργασιακών δικαιωμάτων, δεν είναι τελικά ούτε Έλληνες, ούτε πολίτες. Περιπλανώμενοι φιλοξενούμενοι που οφείλουν να σέβονται και να υπηρετούν το καλά οχυρωμένο σπιτικό των Ελληναράδων.

Ας εξηγήσουμε όμως τι εννοούμε. Δεινοί ταξιδευτές, οι μετανάστες δε θα διστάσουν να παραχωρήσουν ολόκληρη την περιουσία τους στους μεσάζοντες που θα τους προσφέρουν το μοναδικό ταξίδι σε χώρες εύκολα προσβάσιμες και εξωτικές, όπως η δική μας. Εάν καταφέρουν να περάσουν στην Ελλάδα μέσα από τις ευρωπαϊκές και ελληνικές ακτοφυλακές και τις νάρκες του Αιγαίου ζωντανοί και δεν έχουν τη μικρή ατυχία να χάσουν τη ζωή τους, πρώτο τους μέλημα θα είναι να σχηματίσουν μια ουρά έξω από τα γραφεία της Πέτρου Ράλλη στην Αθήνα, όπου βρίσκεται η Διεύθυνση Μεταναστών, διεκδικώντας τη νομιμότητα παραμονής τους εδώ.  Πολλές φορές είναι πολιτικοί πρόσφυγες, και αν είναι αρκετά τυχεροί ώστε να επιλεγούν μέσα στη μία (1) ώρα όπου τα γραφεία είναι ανοιχτά για αιτήσεις αδειών παραμονής κάθε εβδομάδα, θα μπορέσουν να αποκτήσουν μια ροζ κάρτα διαρκείας 6 μηνών, μη ανανεώσιμη, που αφενός τους καθιστά προσωρινά νόμιμους, αφετέρου δεν τους δίνει το δικαίωμα να συνεχίσουν το ταξίδι τους για να επισκεφθούν και κάποια άλλη χώρα. Η αίτηση για πράσινη κάρτα μεγαλύτερης διάρκειας απαιτεί υψηλά οικονομικά έξοδα και διάφορα άλλα τεκμήρια. Και για να μην το ξεχάσουμε: αρμόδια υπηρεσία για την έκδοση των αδειών παραμονής είναι μέχρι τώρα  η ΕΛ.ΑΣ. , η οποία μπορεί να απορρίψει την αίτηση χωρίς να λογοδοτήσει. Κι ακόμη: οι νομιμοποιήσεις στην Ελλάδα γίνονται κατά κύματα και τα τελευταία 2 χρόνια δεν έχει νομιμοποιηθεί κανένας αλλοδαπός.

Αν, λοιπόν, έχουμε τόσους λαθρομετανάστες, αυτό οφείλεται στο ότι δεν τους νομιμοποιούμε. Και αν έχουμε τόσους μετανάστες εν γένει, αυτό οφείλεται στο δίκαιο του αίματος. Διότι η ιθαγένεια δίνεται μόνο σε όσους έχουν κάποιο συγγενή αυθεντικό Έλληνα (με και χωρίς χλαμύδα). Επομένως, μπορούν στην Ελλάδα , να ζουν γενιές μεταναστών που θα παραμένουν τυπικά ξένοι: Δεν είναι πολίτες και δε μπορούν να γίνουν πολίτες επειδή κανένας από τους γονείς του δεν είχε στο παρελθόν αίμα Ελληνικό. Τι ισχύει επομένως; Τα παιδιά των μεταναστών μέχρι την ενηλικίωσή τους υπάγονται στο νομικό καθεστώς των γονέων τους, αντί να υπάγονται στο δίκαιο του εδάφους, σύμφωνα με το οποίο κάποιος νομιμοποιείται ως πολίτης μιας χώρας επειδή έχει γεννηθεί και παραμένει σε αυτή. Πολιτικά, οικονομικά και νομικά, οι μετανάστες είναι πλήρως διαχωρισμένοι από τους πραγματικούς (;) Έλληνες.

Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο

Η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση επομένως δε μπορεί να τους παρέχει όσα θεωρούμε πως δικαιούνται, διότι τους προορίζουμε να διαχωριστούν ταξικά και κοινωνικά από την Άρια κοινωνία μας. Μπορούν όμως κάλλιστα να παρακολουθήσουν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση όπως οι Έλληνες πολίτες, ακόμα και αν είναι παράνομοι, αφού η καταβολή αποδεικτικών νόμιμης παραμονής δεν είναι υποχρεωτική σε αυτές τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Αυτό το καθεστώς δεν ακυρώνει την πιθανότητα ο διευθυντής/η διευθύντρια του σχολείου να ζητήσει πιστοποιητικά νομιμότητας για την εγγραφή στο σχολείο, όπως επίσης και την δυνατότητα του κρατικού μηχανισμού να τους απελάσει εάν τους ανακαλύψει, οποιαδήποτε στιγμή.

Έτσι όλοι είμαστε υπερήφανοι: εμείς διότι παρέχουμε σε όλους δημόσια παιδεία και αυτοί διότι είναι μέτοχοι της έξοχης Ελληνικής παιδείας, βάσεως του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το μπαϊράκι μας είναι λοιπόν δικαιολογημένα ψηλό, όλα κι όλα, τους παρέχουμε την κουλτούρα μας, δεν θα τους αφήσουμε κιόλας να τη σπιλώσουν. Η έννοια της ενσωμάτωσης εδώ λειτουργεί με το ανωτέρω εκφρασθέν σκεπτικό και άνετα μπορούμε να παραδεχόμαστε ότι σε σχολεία με πλειοψηφία μεταναστών οι διδάσκοντες/διδάσκουσες τελούν απερίσπαστα και με το παραπάνω το έργο τους προσπαθώντας να χώσουν στο κεφάλι των μαθητών τους το Χριστιανισμό, τον Ελληνισμό, και τον Εθνικισμό μας. Και όταν υπάρχουν μερικοί νομικά παρεκκλίνοντες, όπως κάποιες πρωτοβουλίες δασκάλων που προσπαθούν να δημιουργήσουν πλαίσια διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, υψώνουμε τις φωνές μας και τους εκδιώκουμε σαν εθνικούς προδότες.

Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση το 132ο δημοτικό σχολείο Αθηνών που στεγάζεται στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας. Στο σχολείο αυτό, 160 από τους 190 μαθητές ήταν αλλοδαποί με αποτέλεσμα ο σύλλογος γονέων και δασκάλων να λάβει την πρωτοβουλία για την οργάνωση μαθήματα ελληνικής γλώσσας στους αλλόγλωσσους γονείς,τη χρήση μεταφραστή κατά τη διάρκεια των συναντήσεων γονέων και καθηγητών, το τύπωμα πολύγλωσσων σχολικών ανακοινώσεων και την αντικατάσταση της καθημερινής προσευχής με ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου. Ακόμη, για την ανάπτυξη της διαπολιτισμικής επικοινωνίας, τα στοιχεία του πολιτισμού και της γλώσσας των μαθητών χρησιμοποιούνταν σε όλες τις εκφάνσεις της σχολικής ζωής, από το μάθημα μέχρι τις εθνικές εορτές και άλλες εκδηλώσεις. Τέλος, η σύνδεση του σχολείου με τοπικούς φορείς πρόνοιας και η δημιουργία ενισχυτικών επιμορφωτικών σεμιναρίων για τους γονείς και τους καθηγητές ολοκλήρωνε το ρόλο του σχολείου ως ενός χώρου που υπερέβαινε τα όρια του εκπαιδευτικού θεσμού και αποτελούσε ένα συνεκτικό στοιχείο της συνολικής σχολικής κοινότητας. Το συμφέρον μιας σχολικής κοινότητας όμως είναι μηδαμινό μπροστά στο συμφέρον της πατρίδας, και μετά από δέκα (10) χρόνια όπου το σχολείο αυτό λειτουργούσε με αυτούς τους όρους, τη διευθύντρια Στέλλα Πρωτονοταρίου τη μετέθεσαν και βάλανε έναν παλικαρά, Έλληνα βέρο. Τα ‘κοψε όλα αυτά και τώρα μπορεί μεν οι γονείς, οι μαθητές, οι καθηγητές και ο Συνήγορος του Πολίτη  να διαρρηγνύουν εν χωρώ τα ιμάτιά τους για τη διάλυση του σχολείου, σώσαμε όμως την πατρίδα από μια διάβρωση εκ των έσω. Αυτός μάλλον είναι και ο λόγος που η υπόθεσή της θα εκδικαστεί για παράνομη χρήση σχολικών αιθουσών ως χώρων διδασκαλίας Αλβανικών μετά τη λήξη των σχολικών μαθημάτων. Είναι εξάλλου εμφανές πως η μικρή στριμόκολη χώρα μας δεν έχει πλέον πού να στεγάσει και να υλοποιήσει πλείστες άλλες εκπαιδευτικές ανάγκες όπως κοπή πίτας και ενοριακές ανάγκες εκκλησιών, δραστηριότητες για τις οποίες ο σχολικός χώρος ήταν συμφωνηθέν να παραχωρείται.

 Βλέποντας παρόμοιες πρωτοβουλίες να αναπτύσσονται και σε πολλά άλλα σχολεία σε όλη την ελληνική επικράτεια, αρχίζει να αναρωτιέται κανείς μήπως υπάρχει μια μαζική ψυχοπαθολογία στον κλάδο των δασκάλων, οι οποίοι πάνε γυρεύοντας να τα βάλουνε με το νόμο -όμως το τελευταίο ας το αφήσουμε στους ψυχρολόγους. Για εμάς τους νομιμόφρονες, αρμόζει μια συναινετική κίνηση της κεφαλής στα ολιγάριθμα και κακώς στελεχωμένα διαπολιτισμικά σχολεία, τα στοχοθετημένα ως επί το πλείστον στους παλιννοστούντες ομοεθνείς μας και στους τσιγγάνους ημεδαπούς. Η πλειονότητα τους ωστόσο λειτουργεί για την εκπαίδευση μεταναστών, καταδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ανεπάρκεια των κρατικών ενεργειών για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Όσοι δεν χωράνε στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, ας γυρίσουν στη χώρα τους να εκπαιδευτούν σύμφωνα με τα «βαρβαρικά» τους έθιμα.

Δυστυχώς όμως πολλές φορές συμβαίνει τούτο: δεν επιστρέφουν οι ρημαδιασμένοι – και είναι να απορεί κανείς πώς ένα παιδί μεταναστών που γεννήθηκε στην Ελλάδα δε νιώθει κάποια επιθυμία να γυρίσει στην πατρίδα του –το ξαναλέμε, δεν είναι Έλληνας/ Ελληνίδα, έχει το αίμα αλλοδαπών και στην χώρα προέλευσής τους ανήκει. Τουναντίον, πολλοί από αυτούς αρέσκονται στο να κλέβουν και τη δόξα των Ελλήνων παίδων, αριστεύοντας στο σχολείο. Και μετά, υπερήφανοι, καρπωνόμενοι τους αγώνες ενός άλλου λαού για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία, παρελαύνουν κρατώντας την δική μας σημαία. Το 2003 στην Αμαλιάδα, ο Αλβιόν Αρντιάν, ηλικίας 10 ετών, όντας ο ένας εκ των τριών καλύτερων μαθητών της τάξης, κληρώθηκε ως σημαιοφόρος για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Εκεί είναι που ο τοπικός ELλην γονέας βροντοφώναξε περί εθνικής συνείδησης και μνήμης, περί φουστανέλας και απίστων, δικαιώνοντας τα τόσα χρόνια που πέρασε στο σχολείο πάνω από τα βιβλία της εθνικής μας ιστορίας – και υπάρχουν αρκετά αντίστοιχα παραδείγματα, όπως το περιστατικό με τον Οδυσσέα Τσενάι, που δε θα αναλύσουμε προς χάριν χωροχρόνου. Χέρι – χέρι εθνικές επέτειοι, παρελάσεις, μαθήματα ιστορίας θεσμοθετούνται επίσημα για την δημιουργία και εδραίωση αυτής της εθνικής συνείδησης που ως λαός δεν ανεχόμαστε να βλέπουμε σε κάποιον μη εθνικά ομόαιμό μας. Ή απλούστατα, δεν ανεχόμαστε κάποιος αλλοδαπός να απολαμβάνει τις τιμές που θεσπίζει ο κρατικός μηχανισμός.

Ας υποθέσουμε όμως ότι κάποιος μετανάστης φτάνει στο τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (γιατί δεν είναι απίθανο να σταματήσει το σχολείο για να εργαστεί, ή να εργαστεί αφότου το τελειώσει – το είπαμε, είναι της μοδός για τους μετανάστες η εργασία και χαρά) και επιδιώκει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Η εισαγωγή τους γίνεται με ποσόστωση και πανελλήνιες εξετάσεις. Ο σοφός νομοθέτης, ωστόσο, προέβλεψε: μέχρι τα 18 οι μετανάστες υπάγονται στο νομικό καθεστώς των γονέων τους, μετά την ενηλικίωση χρειάζεται μόνοι τους να καλύψουν τις προϋποθέσεις για την άδεια παραμονής τους. Και αν η αντιφατικότητα αυτών των στοιχείων δεν είναι αρκετή για κάποιον διεστραμμένο αναγνώστη, ας προσθέσουμε ότι ναι μεν η εισαγωγή στο ελληνικό πανεπιστήμιο αποτελεί επαρκή λόγο για την άδεια παραμονής, χρειάζεται όμως να καταβληθούν στο ελληνικό πανεπιστήμιο δίδακτρα, μέρος των οποίων καλύπτει τη στέγαση και την αγορά εκπαιδευτικού υλικού. Προϋπόθεση για την απαλλαγή από την καταβολή διδάκτρων αποτελεί η ένδειξη μη επαρκών οικονομικών πόρων, η καλή διαγωγή και η συνέπεια στα φοιτητικά καθήκοντα. Ακριβώς όπως γίνεται, δηλαδή, και με τους Έλληνες φοιτητές που ξεψυχούν καθημερινά στην καντίνα του πανεπιστημίου για το μαθησιακό μεροκάματο.

Γι’ αυτό και δεν θα βρούμε κάποιον αλλοδαπό στην πλευρά του διδάσκοντος σε κάποιο από τα σχολεία μας, εκείνος δεν κατέχει τα κατάλληλα προσόντα να διδάξει στα παιδία μας τις υπέρτατες αξίες του εθνικισμού και της εθνικής υπερηφάνειας. Ο καταμερισμός της εργασίας, ακολουθώντας πάντα τις εθνικιστικές προσταγές, διατηρεί εδώ τις κοινωνικές, φυλετικές και ταξικές του προθέσεις, αναπαράγοντας τις διακρίσεις με ένα απλό σχήμα κύκλου. Οι μετανάστες, έρχονται φτωχοί και πολλές φορές παράνομοι. Οι δυσκολίες που συναντούν για τη νομιμοποίηση και την ευημερία τους είναι τόσες, ώστε για να επιβιώσουν αναγκάζονται να εργαστούν από μικρή ηλικία σε κακοπληρωμένα επαγγέλματα που θα τους εξασφαλίσουν με το ζόρι τα προς το ζην. Χρόνος και πόροι, δικαιοδοσίες και παροχές είναι τόσο λίγες ώστε ως επί το πλείστον αυτό ακολουθείται και από τους απογόνους τους, νομικά χαρακτηριζόμενους μετανάστες και αυτούς. Βέβαια, ας μην αδικήσουμε την πατρίδα μας, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ιθαγένειας προσφέρεται τιμής ένεκεν για το Image της χώρας σε διεθνές επίπεδο (χαρακτηριστική περίπτωση οι πατριώτες Έλληνες Κάχι Καχιασβίλι και Ότο Ρεχάγκελ) – με βάση πάντα το εθνικό συμφέρον και όχι μια αντιρατσιστική αντίληψη.

Διότι είναι τελικώς εθνικό συμφέρον να μην υπάρχουν στο πανεπιστήμιο μετανάστες και να τους βρίσκουμε σε μέρη όπου δε θα απειλούν την πνευματική και κοινωνικοοικονομική ελίτ της χώρας. Είναι εθνικό συμφέρον να βρίσκουμε τους αγαπημένους μας αλλοεθνείς πίσω από τα θρανία και να ελπίζουν, εάν είναι παράνομοι, ότι δε θα ανακαλυφθούν ώστε να επιστραφούν πακεταρισμένοι πίσω στη χώρα τους – κι αν είναι νόμιμοι, ότι θα βρουν εργασία ως βοηθοί υποβοηθών μόλις τελειώσουν τις σπουδές τους. Κι αν η νομοθεσία είναι θολή, δεν θα μπορούσαμε μόνο να κατηγορήσουμε την ολιγωρία του κράτους, όσο ο ελληνικός Λ.α.ό.ς. βρίσκεται στον προμαχώνα των εθνικών αξιών. Άλλωστε, κι αυτός υπέρ της δωρεάν και δημόσιας παιδείας είναι, με μόνο κριτήριο να ρέει το αίμα των προγόνων μας στις φλέβες του φοιτηταριάτου.

ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΑΝΙΑ

Δείτε τις προκηρύξεις και τις αφίσες της αντιρατσιστικής καμπάνιας:

1)Η  μπροσούρα .

“Μετανάστες στην Εκπαιδευση, απο την παρανομία στο πανεπιστήμιο και πάλι πίσω”.

2)Προκηρύξεις

“ΜΕΣΑ ΟΙ ΞΕΝΟΙ”

“ΜΕΣΑ ΟΙ ΞΕΝΟΙ (και στην εκπαίδευση)”

3) Αφίσες

ΠΡΕΠΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΟΤΙ... Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ... ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΟΦΕΛΟΣ ΓΙΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΣΤΟΙΒΑΓΜΑ ΣΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΠΑΤΣΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΑΔΕΙΕΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ, ΤΗΝ ΜΑΥΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΟΡΝΕΙΑ ΚΡΑΤΟΣ, ΑΦΕΝΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ ΕΝΑΝ ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΙΟ ΤΡΑΓΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΝΤΑΙ, ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΠΙΕΖΟΥΝ , ΝΑ ΤΟΝ ΜΙΣΟΥΝ ΚΑΙ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΝΑΠΑΡΑΓΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΓΙΑΤΙ ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΝΩΡΙΣ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΑΟΡΑΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΣΑΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ, ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΧΥΤΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΤΩΝ, ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΚΑΙ ΓΟΝΕΩΝ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΑΝ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΓΙΑΤΙ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ "ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ": ΝΑ ΕΤΟΙΜΑΣΕΙ ΤΟΥΣ ΝΤΟΠΙΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ "ΚΑΛΕΣ"ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΕΡΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ

ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΟΙ - ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ. ΕΣΥ ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ? ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ . ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΟΙ – ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ. ΕΣΥ ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΙΣΑΙ ? ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ . ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΝΙΒΑΛΙΣΜΟΣ
Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΝΙΒΑΛΙΣΜΟΣ


ΜΕΣΑ ΟΙ ΞΕΝΟΙ

Προφανώς και ο τίτλος ξενίζει. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Είναι μάλλον αυτονόητο ότι οι μετανάστες δεν έρχονται εδώ για να ζήσουν το μύθο τους στην κοιτίδα του πολιτισμού με το εύκρατο μεσογειακό κλίμα. Έρχονται από χώρες που έχουν μετατραπεί σε εμπόλεμες ζώνες, από δικτατορικά καθεστώτα όπου διώκονται, από κράτη που βρίσκονται σε κατάσταση οικονομικής ανέχειας, γενικά από μέρη όπου η επιβίωσή τους καθίσταται αδύνατη. Στο ταξίδι τους, αφού δώσουν την περιουσία τους σε μεσάζοντες και δουλεμπόρους, ο δρόμος τους είναι στρωμένος πότε με νάρκες (είδος που ευδοκιμεί στα σύνορα), πότε με λιμενικούς της ακτοφυλακής, ενώ πολλές φορές τελειώνει στα νερά του αιγαίου.

Όταν φτάνουν εδώ, ζώντας σε καθεστώς παρανομίας, προσπαθούν είτε να τους χορηγηθεί άδεια παραμονής, είτε να χαρακτηριστούν πρόσφυγες ζητώντας άσυλο, πράξεις που εμπίπτουν πλέον στην αρμοδιότητα της αστυνομίας. (Το ίδιο βέβαια ισχύει, ακόμα και αν έχουν γεννηθεί εδώ). Αν και κανείς δεν τους/τις θέλει, υπάρχει πληθώρα σκατοδουλειών γι’ αυτές/-ούς (αφού κατά βάθος τους αγαπάνε): όλοι τις/τους θέλουν να δουλεύουν ανασφάλιστοι στις οικοδομές, χτίζοντας πολυκατοικίες και ολυμπιακά ακίνητα, να φροντίζουν ηλικιωμένους και αρρώστους, να εξαναγκάζονται στην πορνεία, να φυτεύουν και να μαζεύουν φρούτα και λαχανικά, να καθαρίζουν κτήρια και σπίτια, να είναι πλανόδιοι μικροπωλητές με φτηνή πραμάτεια, να μπογιατίζουν σπίτια, να κάνουν μετακομίσεις, να μοιράζουν πίτσες, να στήνουν τις εξέδρες κομματικών εκδηλώσεων, να δειγματίζουν περσικά χαλιά. Και για να μην ξεχνιόμαστε, τις παραπάνω δουλειές μας τις κλέβουν.
Ακόμη, όταν φτάνουν εδώ, έρχονται αντιμέτωποι και με την καταστολή από την εθνικά ευαίσθητη αστυνομία. Καθημερινά γίνονται θύματα (συχνά θανατηφόρων) βασανιστηρίων στα αστυνομικά τμήματα και στο δρόμο, γίνονται ακούσιοι στόχοι τυχαίων εκπυρσοκροτήσεων, στοιβάζονται σε κλούβες και απελαύνονται μαζικά σε επιχειρήσεις «σκούπα», εκδιώχνονται από κτήρια και καταυλισμούς στους οποίους διαμένουν, είναι αναγκασμένοι να τρέχουν όποτε βλέπουν μπάτσο και τέλος φυλακίζονται σε «κέντρα υποδοχής» αντιπροσωπευτικά της ελληνικής φιλοξενίας. Τα παραπάνω βέβαια δεν είναι απλώς πρακτικές ενός ρατσιστικού κράτους, αλλά τροφοδοτούνται από το διάχυτο κοινωνικό ρατσισμό. Και δεν εννοούμε μόνο τους μαχαιροβγάλτες πολίτες με σύνδρομο διαρκούς αγανάκτησης. Εννοούμε την γκετοποίηση από την γειτονιά μέχρι το σχολείο μέχρι την πλατεία, όπου τα παιδιά των μεταναστών θεωρείται ότι λερώνουν και διαφθείρουν τον ανθό της ελληνικής νεολαίας · τη ρατσιστική αντιμετώπιση στο δρόμο, στα πάρκα, στις συγκοινωνίες, στους χώρους εργασίας · το δόγμα «μας παίρνουν τις δουλειές», καθώς και τη βεβαιότητα ότι οι μετανάστες είναι φύσει εγκληματίες. Η γενικευμένη ξενοφοβία ξεπερνά ακόμα και τον κρατικό ρατσισμό, με ενδεικτικές περιπτώσεις την άρνηση των γονέων να παρελαύνουν αριστούχοι μετανάστες μαθητές κρατώντας (βρομίζοντας) τη σημαία, τη δίωξη καθηγητριών που έκαναν με δική τους πρωτοβουλία ενισχυτική διδασκαλία σε μετανάστες, ή τα λουκέτα σε πάρκα που έπαιζαν παιδιά μεταναστών.

Καθώς εναντιωνόμαστε στο ρατσισμό και συνεπώς στην υπάρχουσα κατάσταση, υποστηρίζουμε το αίτημα για απόλυτη ισότητα μεταξύ ημεδαπών και μεταναστών. Δηλαδή ίσα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, θρησκευτικές ελευθερίες, καθώς και άμεση νομιμοποίηση των μεταναστών β΄ και γ΄ γενιάς, οι οποίοι, αν και έχουν γεννηθεί εδώ (χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ άλλη χώρα), ζουν με άδεια παραμονής, αφού ενηλικιωθούν.

ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΩΝ/-ΤΩΝ

ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ – ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ